Το Ανώτατο δικαίωσε τη Σοφία Καζέλη στην προσφυγή της κατά της ΕΕΥ


Για σφάλμα στον υπολογισμό της υπηρεσίας της στον Πίνακα Διοριστέων

Το Ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της καθηγήτριας Πληροφορικής Σοφίας Καζέλη  (Εφεσείουσα /Αιτήτρια), εναντίον της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση) . για σφάλμα στη μέθοδο υπολογισμού των ετών προϋπηρεσίας της.

Το  πλήρες κείμενο της απόφασης του Ανωτάτου όπως το παρέθεσε η Δικαστής Κατερίνα Σταματίου είναι:  

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εργάστηκε από 23.9.2002 σε έκτακτη βάση ως καθηγήτρια Πληροφορικής για διάφορες περιόδους και από 25.10.2004 μέχρι 19.5.2005 ως καθηγήτρια στη Νοσηλευτική Σχολή Κύπρου, προϋπηρεσία αναγνωρισμένη για σκοπούς παραχώρησης μονάδων στον Πίνακα Διοριστέων, σύμφωνα με τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο. Η προϋπηρεσία της αιτήτριας μέχρι την 31.12.2007 ανερχόταν σε 4 χρόνια, 8 μήνες και 2 ημέρες. Για την προϋπηρεσία αυτή της παραχωρήθηκαν 2 μονάδες στον αναθεωρημένο Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής του Φεβρουαρίου 2008, αφού συμπλήρωσε τέσσερα χρόνια προεκπαιδευτικής υπηρεσίας (0.5 μονάδα για κάθε συμπληρωμένο έτος). Ως αποτέλεσμα, στον Πίνακα Διοριστέων η εφεσείουσα υστερούσε των ενδιαφερομένων μερών σε συνολική βαθμολογία.

Η εφεσείουσα άσκησε την Προσφυγή υπ΄ αριθμό 1413/2008 κατά της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής η «ΕΕΥ»), που αφορούσε στην παραχώρηση των δύο μονάδων, η οποία έγινε αποδεκτή με απόφαση ημερομηνίας 5.5.2010, με ακυρωτικό αποτέλεσμα. Ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 88/2010 από τη Δημοκρατία εναντίον της εν λόγω απόφασης, χωρίς η ΕΕΥ να προβεί σε επανεξέταση. Στις 3.4.2015 εκδόθηκε απόφαση στην εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση.

Την 1.9.2010 η ΕΕΥ προχώρησε σε διορισμό επί δοκιμασία στη μόνιμη θέση καθηγητών Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την Πληροφορική/Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών των ενδιαφερομένων μερών, με βάση τον αναθεωρημένο Πίνακα της αντίστοιχης χρονιάς, ο οποίος επαναλάμβανε το ίδιο σφάλμα με τους προηγούμενους, στη μέθοδο υπολογισμού των ετών προϋπηρεσίας της. Η εφεσείουσα καταχώρησε την υπό έφεση προσφυγή, αμφισβητώντας, μέσω του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, τη συμπερίληψή τους σε λανθασμένη σειρά προτεραιότητος έναντί της, στον Πίνακα Διοριστέων του 2010.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε έλλειψη επανεξέτασης, κάτι που άλλωστε ήταν παραδεκτό από τους εφεσίβλητους. Θεώρησε, όμως, ότι το ζητούμενο δεν ήταν να διαπιστωθεί θεωρητικά η παράλειψη επανεξέτασης από την ΕΕΥ, αλλά να αποδειχθεί ότι αυτή η παράλειψη οδήγησε αιτιωδώς στο λανθασμένο υπολογισμό της προϋπηρεσίας της αιτήτριας, ώστε να τίθεται με χαμηλότερη σειρά κατάταξης από τα ενδιαφερόμενα μέρη, στον Πίνακα Διοριστέων στη βάση του οποίου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διορισμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ως ακολούθως, απορρίπτοντας την προσφυγή:

«Από την ακυρωτική απόφαση δεν γεννήθηκε στην αιτήτρια καμία προσδοκία λήψης ½ μονάδας επιπλέον για 5ο σχολικό έτος αφού δεν θα συμπληρώνετο τέτοιο κατά την επανεξέταση. Ενόψει της εκκρεμότητας της έφεσης που θα κρίνει την ουσία της υπόθεσης δεν είναι ορθό να επεκταθώ περισσότερο. Θα περιοριστώ μόνο να αποδεχθώ ως ορθή την άποψη της ΕΕΥ ότι η επανεξέταση στη βάση της μεθοδολογίας που υπέδειξε το ακυρωτικό δικαστήριο θα κατέληγε στην απόδοση των ίδιων μονάδων ή/και λιγότερων, νοουμένου ότι η υπηρεσία της μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν συνεχόμενη και δεν εργάστηκε ολόκληρα σχολικά έτη. 

Συνεπώς η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι η παραβίαση της υποχρέωσης επανεξέτασης σχετίζεται ουσιωδώς με τη λανθασμένη σειρά κατάταξης της στον πίνακα διοριστέων που προεξόφλησε τους επίδικους διορισμούς των ενδ. μερών.»

Εναντίον της εν λόγω απόφασης εγέρθηκε η παρούσα έφεση. Οι δύο πλευρές, ενόψει της απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 88/2010, η οποία εκδόθηκε μεταγενέστερα της παρούσας έφεσης, ζήτησαν όπως καταχωρήσουν συμπληρωματικά περιγράμματα αγόρευσης.

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι, από τη στιγμή που μία εκτελεστή πράξη ως είναι εν προκειμένω ο Πίνακας Διοριστέων χρησιμοποιηθεί ως βάση για έκδοση άλλης μεταγενέστερης νέας απόφασης, τότε η τελευταία νεότερη πράξη συμπαρασύρεται σε ακύρωση εάν κριθεί πάσχουσα η πρώτη απόφαση, που, στην παρούσα περίπτωση, ακυρώθηκε. Επιβάλλεται, σύμφωνα με την εφεσείουσα, η ακύρωση της πράξης διορισμού, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, και αφού γίνει η σύνταξη νέου Πίνακα με νόμιμη σειρά προτεραιότητος, κατά το δεδικασμένο της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 88/2010, τότε μπορεί να γίνει ο σχετικός διορισμός. Η επανεξέταση στον ουσιώδη χρόνο αποτελεί συμμόρφωση προς την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 88/2010, ώστε να υπάρξει κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, νόμιμη σειρά προτεραιότητας και τότε η ΕΕΥ να εξετάσει τη σειρά προτεραιότητας για αναδρομικό διορισμό.

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, στην παρούσα υπόθεση, αποδέχθηκε ως ορθή τη θέση της εφεσίβλητης ότι η επανεξέταση στη βάση της μεθοδολογίας που υπέδειξε το ακυρωτικό Δικαστήριο θα κατέληγε στην απόδοση των ίδιων μονάδων ή και λιγότερων, νοουμένου ότι η υπηρεσία της μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν συνεχόμενη και δεν εργάστηκε ολόκληρα σχολικά έτη. Συνεπώς, η εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η παραβίαση της υποχρέωσης επανεξέτασης σχετίζεται αιτιωδώς με τη λανθασμένη σειρά κατάταξής της στον Πίνακα Διοριστέων, που προεξόφλησε τους επίδικους διορισμούς των ενδιαφερομένων μερών.

Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 88/2010:

«Η ρητή επιταγή του νομοθέτη για παροχή ½ μονάδας για κάθε σχολικό έτος δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια στην ΕΕΥ για παρέκκλιση. Ορθά δε έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η προσέγγιση της ΕΕΥ ως προς τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας της εφεσίβλητης ήταν, με βάση το νόμο και τους κανονισμούς, λανθασμένη. Είναι αδιάφορο ότι κάθε συμπληρωμένο σχολικό έτος διαρκεί, όπως και το ημερολογιακό έτος, 365 μέρες ή αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή της ορθής μεθοδολογίας θα απέληγε στην απόδοση στην εφεσίβλητη των ίδιων μονάδων ή/και λιγότερων επειδή η υπηρεσία της μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν συνεχόμενη και δεν εργάστηκε ολόκληρα σχολικά έτη, όπως είναι η θέση των εφεσειόντων. Η ορθότητα της μεθοδολογίας που εφάρμοσε η ΕΕΥ δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος της αλλά με αναφορά στις σχετικές για το ζήτημα πρόνοιες του Νόμου. Εν προκειμένω, η επιλογή της ΕΕΥ να υπολογίσει με ακρίβεια την προϋπηρεσία της εφεσίβλητης συναρτώμενη προς τις 365 μέρες του ημερολογιακού έτους αντί με βάση το σχολικό έτος, όπως είχε υποχρέωση, συνιστά παρερμηνεία και λανθασμένη εφαρμογή του άρθρου 28Β(3)(γ).»

Είναι αποδεκτό ότι ο καταρτισμός το Πίνακα Διοριστέων, ο οποίος χρησιμοποιείται ως βάση για διορισμό, αποτελεί ξεχωριστή εκτελεστή διοικητική πράξη από αυτήν του διορισμού. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η ακύρωση αυτής της πράξης έχει οποιαδήποτε επίπτωση στη μεταγενέστερη πράξη διορισμού, που έγινε στη βάση του Πίνακα Διοριστέων που καταρτίστηκε με λανθασμένο τρόπο. Στην υπόθεση Χαράλαμπου Νικόλα Θεοδώρου ν. Επαρχιακού Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (2006) 3 ΑΑΔ 190 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η δικαστική ακύρωση μιας πράξης εξαφανίζει τόσο την πράξη, όσο και την αιτιολογία επί της οποίας στηρίχτηκε. Η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης (άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999). Η διοίκηση υποχρεούται ακόμα να εξαφανίσει τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση της ακυρωθείσας πράξης της (Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 107, 115-116). Επίσης, η κατάργηση ακυρωθείσας πράξης επεκτείνεται επί πάσης πράξεως που εκδόθηκε εν τω μεταξύ και η οποία έχει ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα (Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, ανωτέρω, σελ. 126-127).

 

Στις υποθέσεις ΣΕ 1063/39, 608/45 και 1586/48 κρίθηκε ότι κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη. Η, με άλλη διατύπωση, «ακυρουμένης πράξεως 'συνακυρούνται' πάσαι αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι» (ΣΕ 1910/52, 2436/52 (Ολομ.)).»

Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, η εφεσίβλητη όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση σε συνάρτηση με τον Πίνακα Διοριστέων. Η μετέπειτα απόφαση για διορισμό στη βάση του Πίνακα Διοριστέων, όπως διαμορφώθηκε αρχικά, δεν μπορεί να παραμένει ισχυρή. Το κατά πόσο μετά από την επανεξέταση είναι πιθανόν η εφεσείουσα να παραμείνει στην ίδια θέση κατάταξης ή ακόμη σε χαμηλότερη θέση, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Άλλωστε, όπως ανέφερε η κα Συμεωνίδου κατά τη συζήτηση της έφεσης, η θέση της εφεσίβλητης ότι δεν θα της πιστώνετο οποιαδήποτε περαιτέρω μονάδα σε περίπτωση επανεξέτασης, προκύπτει από μεταγενέστερες θεωρήσεις της ΕΕΥ.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι επίδικοι διορισμοί έγιναν στη βάση ενός καταλόγου διοριστέων, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν καταρτίστηκε νόμιμα. Από τη στιγμή που αυτός ο κατάλογος έχει ακυρωθεί, ελλείπει το ορθό και νόμιμο υπόβαθρο της επίδικης πράξης.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της εφεσίβλητης.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










259