Πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων των Εξετάσεων του ΝΣΔΕ και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις


ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΨΑΛΤΗ *

Μια πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων της εξέτασης του Νέου Συστήματος Διορισμών στην Εκπαίδευση (ΝΣΔΕ), και πιο συγκεκριμένα το χαμηλό ποσοστό επιτυχίας σε αυτές, έχει οδηγήσει σε μια σειρά από ερμηνείες, που είναι ασφαλώς καλοδεχούμενες και σεβαστές και ποικίλουν ανάλογα με το ποιος/ποια τις εκφράζει και τι εκπροσωπεί ο καθένας/μια. Είναι πολύ παρήγορο το γεγονός πως σχεδόν από όλους/ες,  εκφράζεται η άποψη πως για να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα, θα πρέπει να προηγηθεί κάποια ανάλυση των αποτελεσμάτων.

Ωστόσο,  αυτή η ανάλυση θα πρέπει να διεξαχθεί από μια ανεξάρτητη διεπιστημονική επιτροπή, η οποία δεν θα έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτούς που είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στην προετοιμασία των εξετάσεων. Το δε προϊόν της έρευνάς τους θα πρέπει να είναι μια εμπεριστατωμένη, πολυεπίπεδη ανάλυση που θα τη διακρίνει η επιστημοσύνη, η πολυθεματικότητα και  η πολυπρισματικότητα. Στη συνέχεια, αφού τύχουν της απαραίτητης ερμηνείας τα αποτελέσματα που θα έχουν αναλυθεί, θα πρέπει να εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα και να γίνουν οι κατάλληλες συστάσεις προς τους επηρεαζόμενους. 

Με αυτή την προϋπόθεση και μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο, η δική μου πρώτη ανάγνωση των πιο πάνω εξετάσεων αποσκοπεί σε μια πιο αμερόληπτη ερμηνεία των πιο πάνω αποτελεσμάτων, αφού, ούτε επηρεάζομαι άμεσα από αυτές τις εξετάσεις, ούτε είμαι  εμπεπλεγμένος με οποιοδήποτε τρόπο στη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί για τη διεξαγωγή τους.  Εκείνο, λοιπόν, που, εκ πρώτης όψεως, έκανε εντύπωση και ταυτόχρονα μεγάλη έκπληξη,     είναι το τεράστιο ποσοστό αποτυχίας των υποψηφίων εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα των φιλολόγων και μαθηματικών στη μέση εκπαίδευση και των εκπαιδευτικών της δημοτικής εκπαίδευσης γενικά. Αυτό γιατί, από τη μια,  τα φιλολογικά και τα μαθηματικά αποτελούν τα μαθήματα εκείνα στα οποία αφιερώνεται ο περισσότερος χρόνος στο ωρολόγιο πρόγραμμα και ταυτόχρονα συνιστούν τους πολυπληθέστερους κλάδους εκπαιδευτικών στη μέση εκπαίδευση, ενώ, από την άλλη,    μέχρι σήμερα υπήρχε η πεποίθηση πως οι δάσκαλοι αποτελούσαν την αφρόκρεμα των αποφοίτων του Λυκείου και ταυτόχρονα ετύγχαναν  μιας πιο παιδαγωγικής κατάρτισης σε σχέση με τους συνάδελφούς τους της μέσης εκπαίδευσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχία, και επαναλαμβάνω εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να αποδοθεί σε ένα ή και περισσότερους από τους πιο κάτω λόγους:

  • Καταδεικνύει την ανεπάρκεια της αρχικής, της προϋπηρεσιακής και της ενδοϋπηρεσιακής εκπαίδευσης που προσφέρεται στους εκπαιδευτικούς μας.
  • Γελοιοποιεί το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών για όσους ευρίσκονται στην υπηρεσία.
  • Δικαιολογεί το θλιβερό επίπεδο των μαθητών μας.
  • Αποκαλύπτει την αναξιοπιστία του απολυτηρίου του Λυκείου.
  • Αμφισβητεί το περιεχόμενο και τη χρησιμότητα αυτών των εξετάσεων.
  • Θέτει εν αμφιβόλω την όλη "μεταρρύθμιση" που έχει περάσει από το Κοινοβούλιο.

Μιλώντας για μεταρρυθμίσεις, δεν θα αποφύγω να μπω στον πειρασμό και πάλι, για να επαναλάβω πως οι περισσότερες από τις αλλαγές που έχουν επιχειρηθεί κατά την τελευταία πενταετία, κατέληξαν, στην καλύτερη περίπτωση σε επιφανειακές προσαρμογές και στην χειρότερη σε προϊόντα συνδιαλλαγής μεταξύ συντεχνιών και πολιτικών σχηματισμών, που λίγη ή καθόλου σχέση έχουν με εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς. Ακόμα να τονίσω, πως, σύμφωνα με το Ball (1990), «οι νέες πολιτικές εκτρέφονται και νομιμοποιούνται με το χλευασμό και την αποδόμηση προηγούμενων πολιτικών, οι οποίες με αυτό τον τρόπο καθίστανται ‘αδιανόητες’. Οι ‘νέες’ διακρίνονται και κερδίζουν αξιοπιστία από τις διαφορές στην ποιότητα και την αντίθεση» Στην εκπαίδευση, συμπληρώνει,  το φταίξιμο και οι ευθύνες για δυσλειτουργικές καταστάσεις μπορούν να προσωποποιηθούν στον «ανίκανο εκπαιδευτικό» και το «αποτυχημένο σχολείο» επομένως το σύστημα … πρέπει να αναμορφωθεί.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί συχνά επικαλούνται την ανάγκη για εισαγωγή νέων πολιτικών, είναι το γεγονός πως οι οποιεσδήποτε αλλαγές-αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην εκπαίδευση-απαιτούν ένα χρονικό διάστημα για να αποδώσουν, συνήθως μεταξύ πέντε και δέκα χρόνια, και έτσι κατά πάσαν πιθανότητα είτε αυτοί οι ίδιοι,   είτε η παράταξή που εκπροσωπούν δεν θα βρίσκονται στην εξουσία για να λογοδοτήσουν. Η πρακτική αυτή ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση του ΝΣΔΕ, αφού, όπως είναι γνωστό, μέχρι το 2027 οι λίγοι νέοι διορισμοί θα πραγματοποιούνται εκ παραλλήλου με τον παλιό και νέο κατάλογο. Επομένως, για να κριθεί η αποτελεσματικότητα αυτών των εξετάσεων-αν είναι ποτέ δυνατόν να γίνει αυτό με εγκυρότητα-θα χρειαστούν τουλάχιστον 2-3 γενιές εκπαιδευτικών. Μέχρι τότε, οι υποστηρικτές του ΝΣΔΕ θα μπορούν να πανηγυρίζουν ότι έχουν επιφέρει μια μεγάλη καινοτομία  στην εκπαίδευση. Ήδη ο προηγούμενος υπουργός παιδείας, σε ραδιοφωνική παρέμβασή του, δήλωσε ενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα των εξετάσεων, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως δεν θα ήταν ικανοποιημένος αν το ποσοστό επιτυχίας ήταν … μεγαλύτερο.         

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τους οποιουσδήποτε λόγους ευσταθούν για τα κακά αποτελέσματα των υπό συζήτηση εξετάσεων, εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως το όποιο κύρος είχε απομείνει για τη δημόσια εκπαίδευση, με αυτά τα αποτελέσματα αυτό έχει τελείως καταρρακωθεί στα μάτια της κοινής γνώμης.

Αναφορές:

Ball, S. (1990). Politics and Policy making in Education. London: Routledge

*Διδάκτορας Επαγγελματικών Σπουδών στην Εκπαιδευτική Διοίκηση

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










129