Aπαγωγή παιδιού. Πόσο δύσκολο είναι να συμβεί;


ΤΗΣ ΛΟΥΚΙΑΣ ΒΟΥΡΓΙΑ-ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ*  

1965. Ήμουνα πέντε περίπου χρονών. Πήγαμε όλη η οικογένεια σ΄ένα συγγενικό γάμο στο χωριό. Πολύ γνώριμο το περιβάλλον, φιλικό. Όλοι στενοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί. Το μυστήριο τελείωσε. Κατέβηκε όλος ο κόσμος από την εκκλησία στο σπίτι των νεονύμφων. Στην είσοδο, ο κόσμος στριμώχτηκε. Έτσι όπως γίνεται πάντα στην Κύπρο μας! Είδα τον πατέρα μου που προχώρησε μπροστά – ως ψάλτης με τον ιερέα - μαζί με το νιόπαντρο ζευγάρι.

Κόσμος πολύς. Πάρα πολύς. Είχαν καλέσει στον γάμο όλο το χωριό. Οι καλεσμένοι κατέκλυσαν όλο τον χώρο μπροστά στο σπίτι, στην αυλή και παραέξω στον δρόμο. Η μάνα μου κρατούσε στην αγκαλιά - με το δεξί της χέρι – το πιο μικρό μας αδελφάκι. Με το αριστερό της χέρι κρατούσε το άλλο μικρότερο μου αδελφάκι. Δεν έμενε χέρι για μένα. Στεκόμουν υπομονετικά, στα δεξιά της μητέρας μου, περιμένοντας τη σειρά μας να περάσουμε στο σαλόνι. Γύρω μου πάρα πολύς κόσμος, έσπρωχνε μια από δω και μια από κει. Πότε- πότε κρατούσα τη μαμά μου από τη φούστα, μην την χάσω. Ήμουν δυνατή, ήμουν η μεγάλη, η πρωτότοκη. Αυτό μου είχαν εμπνεύσει η μάμμα, ο πατέρας, η γιαγιά. Με την αγάπη τους, με τον λόγο και τις πράξεις τους. Δεν χρειαζόμουν χεράκι. Και δεν υπήρχε κιόλας. Ήμουνα τόσο χαρούμενη. Η νύφη κι ο γαμπρός άστραφταν από χαρά. Τα λουλούδια, τα φώτα, η μουσική ήταν όλα τόσο όμορφα, μαγευτικά.

Αναπάντεχα ένιωσα ένα μεγάλο χέρι να με πιάνει από το δεξί μου χέρι. Προς στιγμή συγχίστηκα. Παίδεψα το μυαλό μου. Μα πώς; Η μάνα μου ήταν στ΄άριστερά μου… κανονικά από το αριστερό χέρι θα μ΄ έπιανε ..όχι από το δεξί… Μα αφού δεν είχε άλλο χέρι,  κρατούσε το βρέφος. Πώς γινόταν να …;  Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα. Το σκηνικό όπως πριν. Η μάνα μου κρατούσε το βρέφος και το άλλο μου αδελφάκι. Σιγουρεύτηκα. Γύρισα και κοίταξα «το χέρι». Ήταν χέρι μεγάλης γυναίκας, στο πλάι μου. Δεν έβλεπα το πρόσωπό της. Κοίταζε ίσια, μπροστά. Κάποιο λάθος θα ήταν….

 Αυθόρμητα τίναξα λίγο το χέρι μου, για να με αφήσει. Τίποτα. Το τράβηξα πιο δυνατά  Καμμία κίνηση. Ξανά με όλη μου τη δύναμη… Απολύτως τίποτα. Άρχισα να φοβάμαι..  

«Το χέρι» με κρατούσε σταθερά. «Το χέρι» μ΄ έσφιγγε. Kοψοχολιάστηκα. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως το «χέρι» σαν να με τραβούσε …προς την έξοδο. Τράβηξα με τη σειρά μου αντίθετα… «Το χέρι» τότε άρχισε να με τραβά αργά αλλά σταθερά  … ήμουν σίγουρη πια. Ήδη μετακινήθηκα ένα βήμα … δυο βήματα … τρία βήματα… Ξαφνικά είδα τη μάνα μου μπροστά μου κι εμένα πίσω …δεν ήμουν πια δίπλα της,  δεν έφθανα πια να την πιάσω από την φούστα όπως πριν. Πήρα μια τρομάρα. Φώναξα δυνατά «Μάμμαααααα».  Άδικα. Κανείς δεν με άκουσε. Ούτε καν οι άνθρωποι δίπλα μου. Η φωνή μου χάθηκε μες τα βιολιά και τα νταούλια, τον θόρυβο των καλεσμένων,  τα συγχαρητήρια των συγγενών, τη χαρά του ανδρογύνου. Η δυνατή μουσική σκέπαζε πλήρως τη φωνή μου. Κατατρόμαξα. Έβαλα μια τέτοια φωνή. Με όλη μου τη δύναμη. Μάμμαααααα! Μάμμαααααα! Η μάνα μου ξαφνικά άκουσε τις φωνές μου, γύρισε και είδε την κυρία που με τραβούσε με πανουργία, εσκεμμένα, μεθοδικά, πονηρά.

-Πού παίρνεις κυρία το μωρό; Έμπηξε τις φωνές  

Η άγνωστη σαν να μην άκουσε, με τράβηξε πιο δυνατά….ήταν μια τελευταία ύστατη προσπάθεια να με τραβήξει στην έξοδο.

-  Μάμμααα Μάμμμαααα… ούρλιαξα. Η μάνα μου αστραπιαία έδωσε το βρέφος σε συγγενή και με άρπαξε με όλη της τη δύναμη από την άγνωστη… Βρισκόμασταν ήδη στην γωνία..  Μετά ήταν η έξοδος και ο δρόμος. Στο παρά τρίχα..

-Πού παίρνεις την κόρη μου κυρίαα; έσυρε μια φωνή ! Τα μάτια της άστραφταν.

Η άγνωστη γύρισε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και είπε: Μα είναι η δική σου η κόρη; Ενόμιζα είναι η δική μου!

-  Πώς ενόμιζες ότι είναι η δική σου; φώναξε η μάνα μου φουρτουνιασμένη,  εξαγριωμένη. Δεν έχεις μάτια να δεις ότι πρόκειται για ξένο παιδί; Δεν ακούεις το μωρό ότι φωνάζει τη μάνα του;

Ποιος είδε τον χάρο και δεν τον φοβήθηκε; Η μάνα μου αγρίεψε για τα καλά της άγνωστης. Η άγνωστη γύρισε κι έφυγε! Και δεν την ξανάδαμε! Δεν μπήκε για να συγχαρεί τη νύφη και τον γαμπρό, δεν την είδαμε με άλλο κοριτσάκι, ποια ήταν, τι ήθελε;

Θυμάμαι, ύστερα, κοντά στην ασφάλεια πια της μάνας μου, γύρισα σε κάποια στιγμή και την είδα από μακρυά που έφευγε μόνη στο δρόμο. Μια ξένη, άγνωστη, σ΄ ένα ανοικτό κυπριακό γάμο… άνετα μπορεί να χαθεί, να εξαφανιστεί, αθέατη μέσα στο πλήθος. Τι ο μύθος δηλοί;

Η ύπουλη αυτή γυναίκα σαφώς εντόπισε το εύκολο θύμα, την πρόχειρη λεία, το αδύναμο θήραμα. Ένα παιδάκι μόνο του, μέσα σε τόσο κόσμο. Χωρίς καμία επίβλεψη, χωρίς επιτήρηση από κανένα μεγάλο. Κανείς δεν το κρατούσε από το χέρι. Ίσως είχε χαθεί ή απομακρυνθεί από τους δικούς του. Ήταν ένα μικρό παιδί μόνο του.

Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν επίσης κατάλληλος, αφού όπως στριμώχνονταν άλλοι από δω κι άλλοι από κει στην είσοδο, κανείς δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά. Κι ακόμη η άγνωστη ήταν σαΐνι στη δόλια ενέργεια της, γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή το γαμήλιο εμβατήριο ακουγόταν στην διαπασών, οι φωνές του κόσμου, τα γέλια, τα συγχαρητήρια δεν θ΄ άφηναν ν' ακουστεί η φωνούλα ενός αδύναμου, μικροκαμωμένου, λεπτεπίλεπτου παιδιού! Έκτοτε έμαθα με τον δύσκολο  τρόπο ότι υπάρχουν λύκοι στον κόσμο.

Η μάνα μου εκείνο το βράδυ δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω μου. Δεν με άφηνε λεπτό να απομακρυνθώ για να παίξω με τις φίλες μου, τα συγγενικά παιδιά. Και μάλιστα για να μη μου στερήσει τελείως αυτή τη χαρά, ανέθεσε την επίβλεψή μου σε μια ενήλικο εξαδέλφη μου, που την περισσότερη ώρα με κρατούσε από το χέρι!

Το βράδυ αφού τελείωσε ο γάμος, η μητέρα διηγήθηκε στον πατέρα μας το και το. Ήταν πολύ αναστατωμένη και φοβισμένη.

Έκτοτε η καλή μας μάνα, συχνά πυκνά μάς διηγούνταν την ιστορία της Φανούλας. Ενός οκτάχρονου κοριτσιού το οποίο, όπως έλεγε, απήγχθη  εκδικητικά το 1960 σε πόλη της Κύπρου, με δόλιο τρόπο. Το παιδί έπαιζε αμέριμνο στην αυλή με τα  αδελφάκια του ενώ η μητέρα του μαγείρευε στην κουζίνα. Πέρασε ένας κύριος και παρακάλεσε να πάει ένα παιδί μαζί του για να τον βοηθήσει να πάρει το κλειδί από ψηλά για ν΄ανοίξει το σπίτι του. Θα του έδινε ένα μικρό χρηματικό ποσό. Η Φανούλα του είπε , μια στιγμή  να το  πει  της μάμας της  και να΄ρθει. Ευχαρίστως να τον βοηθήσει.  

Το καλόψυχο το αγγελούδι. Όχι, δεν χρειαζόταν. Ένα λεπτό θα΄καναν. Το παιδί εξαφανίστηκε. Βρέθηκε αργότερα νεκρό και κακοποιημένο. Μάθαμε πλέον ότι «δεν ακολουθούμε αγνώστους».

Όσον αφορά εμένα, «το μεγάλο χέρι» δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη μου. Άφησε το στίγμα του.

Ήξερα πια ότι έξω στον κόσμο υπάρχουν και κακοί… Λυμαίνονται τ΄ αθώα μικρά παιδιά. 

 Όταν πριν λίγα χρόνια κυκλοφορούσε έντονα στις ειδήσεις ότι χάθηκε ένα μικρό παιδί, σε γάμο, στη Γαλλία κι ότι το είχαν δει την τελευταία φορά στο σαλόνι, καθόλου δεν με παραξένεψε… Ναι, μπορεί το κακό να συμβεί  οπουδήποτε …ακόμη και σε γάμο! Δυστυχώς  το παιδί αυτό ποτέ δεν βρέθηκε .

 Σαν νηπιαγωγός , αγωνίστηκα ενσυνείδητα να εντάξω το θέμα αυτό στο παραμύθι, για προβληματισμό των παιδιών, προετοιμασία για την κοινωνία, γνώση και επίγνωση. Ναι, υπάρχουν λύκοι! Και είναι γύρω μας. Καραδοκούν. Φορούν την προβιά του αρνιού. Μας πλησιάζουν σαν άκακα αρνιά. Δεν υπάρχουν καλοί λύκοι! Έχουμε καθήκον, οφείλουμε να λέμε πάντα την αλήθεια στα παιδιά… τα πράγματα με το όνομά τους. Τον λύκο τον λέμε λύκο και το σκοτάδι σκοτάδι. Αλλοίμονο αν το παδί εμπιστεύεται τον καθένα άγνωστο στο δρόμο του. Είναι δικαίωμα του παιδιού να γνωρίζει την αλήθεια, για να μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του στο κακό συναπάντημα. Ναι, τα παιδιά είναι πολύ αθώα. Εύκολο είναι να ξεγελαστούν.

Πρόσφατα - πριν το περιστατικό με την απαγωγή των δύο δεκάχρονων μαθητών από το Δημοτικό Σχολείο Καμάρων – διηγήθηκα σε όλα μου τα εγγόνια, μια αυτοσχέδια ιστορία όπου ένας κύριος ζητά να πάνε να τον βοηθήσουν και να τους χαρίσει 5 ευρώ. Τι θα κάνουν; Οι περισσότεροι είπαν όχι. Τα  παιδιά ήταν υποψιασμένα. Όμως ένα εγγόνι μου απάντησε ότι είναι κρίμα, θα πάει να βοηθήσει, πρέπει να βοηθούμε τους άλλους όταν έχουν ανάγκη. Κι ένα άλλο εγγονάκι σκέφτηκε τι θα αγόραζε με τα 5 ευρώ! Μούδιασα!

Το θέμα της πιθανότητας απαγωγής  παιδιού είναι πάντοτε επίκαιρο. Σήμερα δε, περισσότερο από ποτέ. Καθίσταται πια στους καιρούς μας,  επιτακτική ανάγκη  η οικογένεια συνεχώς να επαγρυπνεί και προπάντων να μιλά συχνά και να προβληματίζει τα παιδιά για το συγκεκριμένο θέμα. Το κυριότερο: οι γονείς να' ναι αγαπημένοι μεταξύ τους και να χειρίζονται με αμέριστη τρυφερότητα και πολλή αγάπη το παιδί, για να γίνει δυνατό, με αυτοπεποίθηση και κριτική σκέψη! Καλείται συνάμα και η Παιδεία να προνοήσει μέσα στα θέματα ασφάλειας και υγείας, για την εκπόνηση σύγχρονων  κατάλληλων προγραμμάτων, ώστε να στηρίξει τους εκπαιδευτικούς –και δη τις νηπιαγωγούς-με στόχο τη σωστή ενημέρωση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ιδίως των μικρών. Χρέος της Παιδείας να προστατέψει τους μαθητές, από αυτούς τους  σοβαρότατους κινδύνους, που εγκυμονούν, απειλώντας θανάσιμα  την υγεία, την ασφάλεια και την ίδια τους τη ζωή.             

 *Πρώην  Επιθεωρήτρια  Δημοτικής Εκπαίδευσης




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










209