«Το κεφάλι του λαού, να το ζήτημα» (Β. Ουγκώ)


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ*

Έχω ασκήσει, κατά καιρούς, κριτική σε διάφορες πρακτικές των ηγεσιών των εκπαιδευτικών οργανώσεων στην Κύπρο. Θα συνεχίσω με θάρρος να λέω τη γνώμη μου. Δυνατά και δημοσίως. Δεν νοείται, όμως, καμία ανοχή σε φαινόμενα καιροσκοπικής στοχοποίησης, απαξιώσης και ευτελισμού του έργου, της αποστολής και της αξίας των εκπαιδευτικών στην Κύπρο. Επιχειρείται, τις τελευταίες ώρες μάλιστα με ιδιαίτερα μεγάλη ένταση, μία τέτοια συνολική, ισοπεδωτική, κοντόφθαλμη, άδικη και επικίνδυνη απαξίωση της προσφοράς των εκπαιδευτικών στη χώρα μας. Με βασικό χαρακτηριστικό της απαξίωσης αυτής την πιο στοχευμένη μορφή του «διαίρει και βασίλευε», του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού». Όταν επιχειρείται εργασιακός, μισθοδοτικός ή άλλου είδους «βασανισμός» ενός κοινωνικού κλάδου, τα φερέφωνα του συστήματος αναλαμβάνουν να προπαγανδίσουν πόσο αδίκως υπερπρονομιούχος, ζημιογόνος και ανωφελής για το συλλογικό καλό είναι ο... «κηφήνας». Το αποτέλεσμα πάντοτε το ίδιο: αντίδραση και απαξίωση του στοχοποιημένου κλάδου από τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Χωρίς οι ίδιες να έχουν προσδοκία κέρδους. Μόνη «αγαλλίαση» να χάσει ο άλλος. Η πλήρης αποκτήνωση της κοινωνίας. Για να επέλθει μία χαιρέκακη, μία στρεβλή, μία νοσηρή μορφή «δικαιοσύνης», που επιβάλλει την «κατωτατοποίηση» της ζωής και την εξάλειψη όσων δικαιωμάτων κατακτήθηκαν με κόπο, αγώνες και διεκδικήσεις δεκαετιών. «Το κεφάλι του λαού, να το ζήτημα».

Αντιδρώ στον επιχειρούμενο, και σε αυτή την περίπτωση, κοινωνικό αυτοματισμό.

Αντιδρώ, γιατί δεν δέχομαι τη στοχοποίηση των ανθρώπων, που ανέλαβαν το ιερό καθήκον να μορφώσουν το «κεφάλι του λαού», κατά τον Ουγκώ.

Αντιδρώ, γιατί δεν δέχομαι γενικεύσεις τύπου «όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι προβληματικοί». Και τι σημαίνει άραγε αυτό; Ποιος κρίνει, με ποια κριτήρια και με ποια αξιολογική ικανότητα το κύρος, την επάρκεια και την εκπλήρωση του ρόλου του εκπαιδευτικού;

Αντιδρώ, γιατί δεν δέχομαι γενικεύσεις τύπου «οι εκπαιδευτικοί είναι κηφήνες. Κάθονται ένα ολόκληρο καλοκαίρι και δεν κάνουν τίποτα». Δεν θα μπω στον πειρασμό να αναφέρω ποιοι και πόσοι σε αυτόν τον τόπο πραγματικά κάθονται και, χωρίς να κάνουν τίποτε αξιόλογο, λαμβάνουν παχυλούς μισθούς. Θα πω ότι, οικονομικά τουλάχιστον, οι εκπαιδευτικοί δεν λαμβάνουν τίποτε περισσότερο από τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους. Και θα τονίσω αυτό που όλοι θα έπρεπε να (ανα)γνωρίζουν: ότι οι εκπαιδευτικοί δουλεύουν και τη θερινή περίοδο. Αθόρυβα και αποτελεσματικά. Να προετοιμαστούν για τα μαθήματά τους, να ετοιμάσουν τις σημειώσεις τους, να προσφέρουν υπεύθυνη γνώση στους μαθητές. Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι αυτό; Ξέρετε πόσες ώρες, πόσες ημέρες δαπανούνται γι’ αυτόν τον σκοπό; Όποιος έχει δουλέψει σε πλάνα προγραμματισμού μαθημάτων, για το σχολείο ή το πανεπιστήμιο, ξέρει πόσο εντατική και πόσο επίπονη είναι η δουλειά αυτή.

Αντιδρώ, γιατί είναι επικίνδυνο να στρέψεις την κοινωνία εναντίον των εκπαιδευτικών. Αν αρχίσουν αύριο οι μαθητές και οι γονείς, δημόσια, ανοικτά και με ένταση, να αμφισβητούν τους εκπαιδευτικούς, πώς ακριβώς θα λειτουργήσει το σχολείο; Μήπως σπέρνουμε ανέμους, παραγνωρίζοντας τον κίνδυνο να θερίσουμε θύελλες;

Αντιδρώ, γιατί, αν μη τι άλλο, για τα προβλήματα της εκπαίδευσης είναι άδικο να επωμιστεί την ευθύνη μόνο ο εκπαιδευτικός κόσμος.

Αντιδρώ, γιατί ο διακηρυγμένος στόχος για εξορθολογισμό της δημόσιας εκπαίδευσης καταλήγει στη στοχοποίηση των εργασιακών κεκτημένων των εκπαιδευτικών, αντί να επιχειρείται συνολικότερη και ποιοτικότερη αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου. Ποιος έχει μιλήσει για τα αναλυτικά προγράμματα; Ποιος έχει μιλήσει για την ανανέωση των εγχειριδίων διδασκαλίας; Έχει αναλάβει κανείς την ευθύνη για το ότι και το νέο σχολικό έτος θα βρει πολλά σχολεία σε κατάσταση εργοταξίου; Αλλαγές πρέπει να γίνουν. Προβλήματα πρέπει να επιλυθούν. Καμία αντίρρηση. Αλλά οι αλλαγές να είναι συνολικές, ριζικές, καλοσχεδιασμένες. Απότοκο ειλικρινούς διαλόγου. Από μηδενική βάση, χωρίς τελεσίγραφα και χωρίς αποφάσεις ήδη ληφθείσες.

Αντιδρώ, γιατί υποβαθμίζεται ο ρόλος του δημόσιου σχολείου. Όσοι περάσαμε από τα θρανία ενός δημόσιου σχολείου και μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα εκεί ξέρουμε πόσο πολύτιμη δουλειά επιτελείται από τους εκπαιδευτικούς. Ξέρουμε με πόση αγάπη μας προσεγγίζουν. Ξέρουμε με πόσο μεράκι επιτελούν το λειτούργημά τους. Και αυτές οι μνήμες, αυτά τα βιώματα δεν ξεφτίζουν ποτέ.

** Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στην πρώτη μου δασκάλα στο Δημοτικό σχολείο Γεροσκήπου, κα Αγγελική Πιττάκα, και στην πρώτη μου φιλόλογο στο Γυμνάσιο Αγίας Παρασκευής, κα Παντελίτσα Ζηνιέρη. Τιμής, σεβασμού και αγάπης ένεκεν!

Φιλόλογος

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










185