Τυπική γλωσσική ανάπτυξη, «διαφορές» και «αποκλίσεις»*


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*

Γλωσσική ανάπτυξη είναι η διαδικασία με την οποία τα παιδιά μαθαίνουν να μιλούν σε μία ή, στην περίπτωση της διγλωσσίας, δύο ή περισσότερες γλώσσες. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό νωρίς, μέσα στα πρώτα λίγα χρόνια ζωής των παιδιών. Περιλαμβάνει, επίσης, συγκεκριμένα στάδια κατά τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν βήμα προς βήμα, διάφορες πτυχές της γλώσσας ή των γλωσσών που ακούν συστηματικά από το περιβάλλον τους.  Αυτά τα στάδια και κυρίως η σειρά τους θεωρούνται ότι είναι κοινά σε όλα τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά που μαθαίνουν την ίδια ή οποιαδήποτε γλώσσα ή οποιοδήποτε αριθμό γλωσσών.

Στα νευροτυπικά παιδιά αυτό που ενδέχεται να «διαφέρει» συνήθως από παιδί σε παιδί είναι ο ρυθμός της γλωσσικής ανάπτυξης· το πόσο νωρίς δηλαδή το κάθε παιδί θα φτάσει στο κάθε στάδιο. Αντίθετα, η γλωσσική ανάπτυξη «αποκλίνει» ή «καθυστερεί» συχνά σε πιο ακραίο βαθμό—ως προς το ρυθμό αλλά όχι μόνο - εξαιτίας γενετικών (μεταξύ άλλων πιθανών) παραγόντων, σε νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Πιο κάτω αναφέρω κάποια βασικά στάδια και ορόσημα της τυπικής μονόγλωσσης γλωσσικής ανάπτυξης καθώς και δύο παραδείγματα περιπτώσεων όπου η γλωσσική ανάπτυξη ενδέχεται να «διαφέρει» στο πλαίσιο του τυπικού και να «αποκλίνει» ή να «καθυστερεί» στο πλαίσιο του μη τυπικού.

Ένα πρώτο βασικό ορόσημο στη γλωσσική ανάπτυξη είναι η εμφάνιση του βαβίσματος, περίπου στην ηλικία των έξι μηνών. Το βάβισμα περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες συλλαβές, κάθε μία με τη δομή Σύμφωνο + Φωνήεν, όπως «dada», «papa». Είναι ένας τρόπος με τον οποίο τα βρέφη εξασκούνται με τα φωνητικά τους όργανα προκειμένου να μπορέσουν να εκφέρουν τους γλωσσικούς ήχους που ακούν από το περιβάλλον τους.  Με τη συμπλήρωση ενός έτους τα παιδιά λένε συνήθως τις πρώτες τους λέξεις. Στους 18 μήνες χρησιμοποιούν σε επίπεδο παραγωγής περίπου 50 διαφορετικές λέξεις και στους 24 μήνες περίπου 250.  Έτσι, με την αύξηση του παραγωγικού λεξιλογίου αρχίζει και η ανάπτυξη της σύνταξης. Στους 18 μήνες τα παιδιά μπορούν να συνδυάσουν μόνο δύο λέξεις, κυρίως ουσιαστικά. Από τους 24 μήνες και μετά ο αριθμός και τα είδη των λέξεων (π.χ. ρήματα) σε μία πρόταση αυξάνονται. Μέχρι τα τρία έτη, όμως, τα παιδιά παραλείπουν στις προτάσεις τους λειτουργικές λέξεις, όπως άρθρα και συνδέσμους που δεν είναι απαραίτητες για τα νοήματα που θέλουν να εκφράσουν. Από τα τρία έτη και μετά ο παιδικός λόγος αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο με τον ενήλικο. Eμφανίζονται πιο περίπλοκες προτάσεις όπως σύνθετες προτάσεις με το «και» και αργότερα δευτερεύουσες προτάσεις όπως χρονικές και αιτιολογικές.  Μέχρι τα πέντε έτη περίπου η γλωσσική ανάπτυξη ολοκληρώνεται, τουλάχιστον στις βασικές πτυχές της, όπως σε επίπεδο σύνταξης και σωστής παραγωγής των γλωσσικών ήχων.           

«Διαφορές» σε σχέση με το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα της γλωσσικής ανάπτυξης μπορεί να παρουσιαστούν εξαιτίας περιβαλλοντικών παραγόντων σε ορισμένες περιπτώσεις δίγλωσσων παιδιών. Για παράδειγμα, κάποια δίγλωσσα παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν ένα πιο αργό ρυθμό ανάπτυξης σε κάποιες δύσκολες πτυχές—όχι όμως καθολικά—της μη κυρίαρχης, πιο «αδύνατής» τους γλώσσας· δηλαδή, της γλώσσας που ακούν και χρησιμοποιούν για λιγότερο χρόνο και σε πιο περιορισμένα περιβάλλοντα στην καθημερινή τους ζωή.  Ο ρυθμός ανάπτυξής τους όμως μπορεί να είναι ο ίδιος με τα μονόγλωσσα παιδιά στην κυρίαρχη γλώσσα τους ή και στις δύο τους γλώσσες εφόσον τις ακούν και χρησιμοποιούν εξίσου συχνά από τη γέννησή τους. Για το λόγο αυτό θεωρείται σημαντικό ένα δίγλωσσο παιδί να παρακολουθείται και, εφόσον απαιτείται, να αξιολογείται κλινικά και στις δύο του γλώσσες ή τουλάχιστον στην κυρίαρχή του γλώσσα προκειμένου να μην μπερδεύονται περιπτώσεις «διαφοράς» που δε δείχνουν πρόβλημα με περιπτώσεις «καθυστέρησης» στη γλωσσική ανάπτυξη οι οποίες φανερώνουν αναπτυξιακά ελλείμματα και απαιτούν χειρισμό σε κλινικό επίπεδο από επαγγελματίες υγείας.   

«Αποκλίσεις» ή «καθυστερήσεις» παρουσιάζονται συνήθως στη ΔΑΦ εξαιτίας γενετικών επιδράσεων, μεταξύ άλλων. Η ΔΑΦ παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια όσον αφορά στο γλωσσικό προφίλ των προσβεβλημένων ατόμων ενώ τα γλωσσικά ελλείμματα δεν αποτελούν κύριο διαγνωστικό κριτήριό της. Σε αρκετά παιδιά, όμως, συνοδεύεται από μεγάλες ή πιο ήπιες γλωσσικές καθυστερήσεις. Επίσης, σε ακόμα πιο σοβαρές περιπτώσεις, τα παιδιά με ΔΑΦ είτε δε μιλούν καθόλου ή παρουσιάζουν ηχολαλία, δηλαδή, χωρίς νόημα επανάληψη λέξεων ή φράσεων που άκουσαν προηγουμένως.

Εν κατακλείδι, η γλωσσική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία που περνά από συγκεκριμένη σειρά σταδίων και ολοκληρώνεται, σε μεγάλο βαθμό, πολύ νωρίς στη ζωή ενός παιδιού. Σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα σε «διαφορές» στο ρυθμό της γλωσσικής ανάπτυξης που δε δείχνουν κάποιο αναπτυξιακό πρόβλημα και σε «αποκλίσεις» ή «καθυστερήσεις» ως προς το ρυθμό γλωσσικής εκμάθησης ή άλλως πως που αποτελούν χαρακτηριστικό και ενδείξεις διαταραχών.

* Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο εργαστήριο Θ.ΕΡ.ΑΠ.Ο (στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΙΔΕΚ  CULTURE/AWARD-YR/0421B/0005) και ειδικός επιστήμονας διδασκαλίας, Τμήμα Επιστημών Αποκατάστασης, ΤΕΠΑΚ




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










724