Το προνόμιο της αισιοδοξίας (Από έναν Απρίλη σε άλλο)


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Α. ΜΙΤΛΕΤΤΟΝ*

«- Μεταφέραμε παράνομα φυλλάδια, κύριε.

-Μεταφέρατε… τι;

-Παράνομα φυλλάδια. Επαναστατικά. Εναντίον των Εγγλέζων. Έμεινα άφωνος για λίγο από την έκπληξη. Ούτε μου είχε περάσει ποτέ από το νου πως ήταν δυνατό να συμβαίνουν τέτοια πράματα ανάμεσα στους μαθητές μου.

- Είσαι τρελός! φώναξα. Στην ηλι…

Τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως κι εγώ, στην ηλικία του, είχα κάνει ακριβώς τα ίδια, στην αρχή της Γερμανικής Κατοχής.»

(Η χάλκινη εποχή, Ρόδης Ρούφος)

«Στο πρόβλημα τη λύση την έδωσαν οι καθηγητές, που άνοιξαν τα σπίτια τους και δέχτηκαν τους μαθητές τους. Ένα δωμάτιο φυσικά δεν ήταν δυνατό να χωρέσει σαράντα ή πενήντα παιδιά κι έτσι αναγκαστικά δημιουργήθηκαν ομάδες δεκαπέντε-είκοσι παιδιών, που από το πρωί ίσαμε το μεσημέρι γύριζαν από τη μια άκρη της πόλης ίσαμε την άλλη. Ευτυχώς που ήσαν και τα ποδήλατα.»

«Οι αξιωματικοί ξαπλώθηκαν κάτω, μα τα βλήματα βρήκαν στο στήθος έναν καθηγητή, που συζητούσε εκείνη την ώρα μαζί τους και προσπαθούσε να τους πείσει ναποχωρήσουν από τον αυλόγυρο για να πεισθούν κι οι μαθητές εν συνεχεία ναδειάσουν το σχολείο.»

(Τον καιρό του αγώνα, Αγγελική Δ. Σμυρλή)

Όπως μπαίνει ο Απρίλης κι όπως καλπάζει, όπως γοργά βαίνει στη μέση και το τέλος του με τις μεγάλες εαρινές δρασκελιές του, τα δύο τούτα έργα, που αναφέρονται στα χρόνια του αγώνα των Κυπρίων, με κάνουν να σκέφτομαι τη σχέση που αναπτυσσόταν και που αναπτύσσεται ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές τους. Είναι τούτη επηρεασμένη τόσο πολύ από τις ιστορικές συνθήκες για να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά; Ακόμα… μήπως οι συνθήκες του σήμερα είναι τόσο ανιστορικές και αντιιστορικές, εφόσον οι σχέσεις δεν διέπονται πια από τις ίδιες αρχές ή είναι που απλά οι άνθρωποι αλλάζουν υπακούοντας σε έναν άγραφο νόμο που επιβάλλεται φυσικά;

Διότι τότε η σχέση ήταν αλλιώς. Τότε η σχέση ήταν μεν εκατέρωθεν επιφυλακτική, αλλά με εναπόθεση ελπίδας και εμπιστοσύνης τόσο στη νέα γενιά για τα τολμήματά της όσο και στη γενιά των πρεσβυτέρων για την έμπρακτη συμπαράστασή της. Υποστηρικτική από την πλευρά των καθηγητών, υποστηρικτική και από την πλευρά των μαθητών, που κάλυπταν και καλύπτονταν στο πλαίσιο της υπηρέτησης ενός ευγενικού σκοπού.

Τα δύο προαναφερθέντα λογοτεχνικά έργα μεταπλάθουν βέβαια την ιστορική ύλη αποδίδοντας τους τόπους και τα γεγονότα, με πλαστά ή με τα ίδια πρόσωπα, με διαφορετικά όμως ονόματα, καθώς οι άνθρωποι κινούνται πλέον ως λογοτεχνικοί ήρωες. Στην περίπτωση της Χάλκινης εποχής ασφαλώς υπήρχε λογοκρισία. Στην περίπτωση του Τον καιρό του αγώνα όχι. Συντρέχει μπορούμε να πούμε ένας άλλος ίσως, σοβαρότερος λόγος, για τούτη τη λογοτεχνική μετάπλαση που δεν έχει σκοπό να γίνει λεπτομερής ιστορική καταγραφή. Και δεν είναι μόνον ότι οι γλωσσικοί κώδικες της λογοτεχνίας διαφέρουν από αυτούς της ιστορίας, είναι ότι η ίδια η λογοτεχνία αποσκοπεί να σκάψει ψυχικά βάθη και να γεννήσει συναισθήματα διαρκέστερα από αυτά που επιχειρεί να προκαλέσει μια πληροφοριακή ανατύπωση. Η εποχή (χάλκινη), και ο καιρός (του αγώνα) καθίστανται έτσι χώροι ευρείς, που μπορούν να χωρέσουν και τη δική μας γενιά, που μπορούν να χωρέσουν το τώρα. Τα λογοτεχνικά έργα μας αναγκάζουν να σκεφτούμε το τώρα.

Τι συμβαίνει λοιπόν στον χρόνο του τώρα; Τι θα θυσιάζαμε σήμερα εμείς για τους μαθητές μας; Τι θα θυσίαζαν αυτοί; Είναι ορθή η χρήση της λέξης «θυσία»; Στην εποχή της αφθονίας, ακόμα και εν στερήσει, μα και της στερήσεως, ακόμα και εν αφθονία, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς την έννοια του δοσίματος ξέχωρα από αυτήν του ελλείμματος. Συχνά νιώθουμε ξεφούσκωτοι, άδειοι, ότι έχουμε δώσει τα πάντα, ότι έχουμε καταβάλει το άπαν των δυνάμεών μας, ότι επιβεβαιώθηκαν ή προδόθηκαν οι προσδοκίες μας. Ότι δεν έχει άλλο να περιμένουμε. Συνήθως οι σχέσεις μας διέπονται από μιαν ακατανόητα και προοδευτικά διαβρωτική αρχή, αυτήν της απογοήτευσης. Και τούτο δεν οφείλεται μόνο και κατ’ ανάγκην στην έλλειψη ενός γενικού οράματος που συν-αγείρει και συν-εγείρει τα άτομα σε κοινούς αγώνες για την κατάκτηση των ίδιων υψηλών ποθουμένων. Μπορεί και να οφείλεται στην προσωπική παραίτηση του καθενός, το γενικότερο κλίμα αποξένωσης, τους τεχνοκρατικούς όρους δόμησης των σχέσεων, ό,τι τελειωμένο και ατέλειωτο φέρει καθένας μέσα του και το οποίο μεταφέρεται και εκδηλώνεται στις κοινωνικές του συναναστροφές.

Ως εκ τούτου θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα λογοτεχνικά σχήματα των δύο έργων, η μύηση, η ανάληψη ευθύνης, η εμπιστοσύνη, η ενσυναίσθηση, ο κοινός φόβος και η καταδίκη του ίδιου κακού, η συσπείρωση γύρω από ένα σκοπό, ο ιερός έρωτας, η εξέγερση, δεν βιώνονται στην εποχή μας ως ύλη που χαλυβδώνει τη σχέση εκπαιδευτικού-εκπαιδευομένου και, ασφαλώς, εφόσον δεν είναι ύλη, δεν μπορούν να δημιουργήσουν και ένα θετικό και διαρκές πνεύμα. Μολοντούτο είναι τόσο σίγουρο ότι ζούμε σε μιαν εποχή που μπορεί μεν να μην έχει παραμείνει χάλκινη, έχει όμως εκπέσει σε κίβδηλη, κενή και ανάξια λόγου;

Μα είναι κάποιοι σε τούτο τον χώρο που ακόμα διαθέτουν το είναι και το έχειν τους για τους μαθητές τους. Είναι κάποιοι που ακόμα εμπιστεύονται τα πιο ευγενικά τους οράματα στους καθηγητές και τους δασκάλους τους. Είναι κάποιοι που ακόμα μπαίνουν μπροστά για να πληγωθούν από μιαν απειλητική για τον άλλο σφαίρα, που πιστεύουν ότι αυτός, ο άλλος, μπορεί ν’ ανθίσει και να καρπίσει, που κρατούν μεγάλα μυστικά, που θωρακίζουν ακόμα τα σχολειά τους και το δίκιο με τ’ αδύναμα τους σώματα, που πιάνουν τα ποδήλατα και διασχίζουν δρόμους επικίνδυνους, για να βρουν τη φλόγα ενός κεριού και το κύμα ενός χαμόγελου. Είναι κάποιοι, και ευτυχώς είναι πολλοί, που δουλεύουν, στηρίζουν, ελπίζουν, αγωνίζονται, πιστεύουν.

Κακά τα ψέματα, για να τα κάνει κανείς όλα αυτά, για να μπορεί να επιβιώσει σε τούτο τον χώρο, πρέπει να είναι φύσει αισιόδοξος. Και όχι μόνον αν είναι εκπαιδευτικός, αλλά και αν είναι στη θέση αυτού που μαθαίνει. Χρειάζεται λοιπόν να πιστεύει κανείς στην αλλαγή, στη θετική επίδραση είτε στον εαυτό του είτε στους άλλους, για να μπορεί να καταθέτει υλικές, πνευματικές και ηθικές δυνάμεις, για να μπορεί να διδάσκει ή να μαθαίνει, για να μπορεί να βλέπει τα αποτελέσματα των αγώνων του, να αναθαρρεί, να ανακάμπτει, να συνεχίζει.

Ο οπτιμισμός στην εκπαιδευτική διαδικασία, σύμφωνα και με τη σχετική βιβλιογραφία, είναι στοιχείο ζωτικό της ίδιας της διαδικασίας. Και μπορεί σε ορισμένες μορφές του να μην είναι βοηθητικός ως προς τη ρεαλιστική απεικόνιση και αναγνώριση καταστάσεων που πρέπει να αλλάζουν, επομένως και ως προς την επίλυση των σχετικών προβλημάτων, εντούτοις μεταφράζεται περισσότερο ως θετική ψυχολογία και ενδυνάμωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, η οποία προωθεί με τη σειρά της την πνευματική οικονομία: την προσπάθεια, τη σκέψη, την καινοτομία, τη  βελτίωση και τελικώς την ευημερία. Επιπλέον μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για την ομαδικότητα και τη συμπερίληψη, έναυσμα για την εξεύρεση τρόπων συνύπαρξης και όπλο για τα προβληματικά κοινωνικά φαινόμενα, συνεπώς παράγοντα ενίσχυσης και της ποιότητας της παρεχόμενης παιδείας και της ποιότητας της ζωής μας. Η αισιοδοξία είναι ως εκ τούτου συνυφασμένη με την εκπαίδευση ως προαπαιτούμενο, φύση και αποτέλεσμά της και εφόσον συνδέεται και με το επίτευγμα μεμονωμένα και με την επιτυχία εν συνόλω, όχι μόνο τη γνωστική, αλλά και την κοινωνική, παρόλο που η διαχείρισή της απαιτεί προσοχή, καθώς καμία αισιοδοξία δεν πρέπει να αναιρεί την ευθύνη, τον ρεαλισμό και τη στοχευμένη και συστηματική εργασία.

Το προνόμιο της αισιοδοξίας δεν δίνεται από κανένα πανεπιστήμιο ούτε οι δικοί μας «φορείς αγωγής», που φωτίζουμε και επιφορτίζουμε στο πεδίο της παραγωγής γραπτού επικοινωνιακού λόγου, μπορούν να το δημιουργήσουν εκ του μηδενός. Φαίνεται να μοιάζει περισσότερο με μιαν εσωτερική φλόγα, που όσο μεριμνούμε να την κρατούμε αναμμένη, τόσο αυτή πυρώνει, τόσο μας δίνει ζέση, δύναμη και υπομονή.

Συνοπτικά, το προνόμιο της αισιοδοξίας, ως ο αντίποδας της γκρίνιας, της εσωστρέφειας και της στασιμότητας, ανήκει σε όσους μπορούν να δουν την εκπαίδευση ως ένα παιχνίδι διάδρασης, επικοινωνίας, εμπιστοσύνης και αγάπης όπου κανείς δεν είναι τέλειος αλλά τελειώνεται μέσα από τις δοκιμές και τις δοκιμασίες. Κατά συνέπεια και η έκβαση του παιχνιδιού κρίνεται από τον βαθμό στον οποίο έχει κανείς αποδεχθεί τον ρόλο του, τα πιόνια του και τους βασιλείς του, το πεδίο δράσης του και την προοπτική του, τη συνειδητή του επιλογή και την τόλμη του, την παιδικότητα και την ωριμότητά του, το περιθώριο και το δικαίωμα μετάβασης από τη μιαν άκρη της σκακιέρας στην άλλη, από την ιστορία στο σήμερα κι από έναν Απρίλη σε άλλο.

*Φιλόλογος
Λύκειο Αγίου Νεοφύτου
(Στην Ειρήνη)

 

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










705