Ποιος σκότωσε τον Αριστοφάνη; Ο Λάκης, οι «Αρβύλες» και το χαμένο νόημα της τηλεοπτικής σάτιρας


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ*

Η επίκληση στο παρελθόν, για να ξορκιστούν τα, αλλιώς ανομολόγητα, αμαρτήματα των συγχρονικών πρακτικών δεν είναι τωρινό ούτε πρωτοφανέρωτο φαινόμενο. Η καταφυγή σε ένα στρεβλό, στο γράμμα και στο πνεύμα, παρελθόν – δίχως την αξία των πρωτότυπων σημαινομένων και δίχως την υπηρεσία της αρχέτυπης σύλληψης – μπορεί να εντοπιστεί σε ένα ευρύτατο φάσμα πράξεων. Συνειδητό είναι συχνά το περιώνυμο αυτό «ξεκοίλιασμα» της αξίας και του νοήματος του παρελθόντος, με πρόσχημα είτε την υπηρεσία στον τόπο (συχνά μάλιστα σε αντιδημοκρατικές εκτροπές, οι οποίες εξ ορισμού ζημιώνουν τον τόπο) είτε ελαφρολαϊκά θεάματα με τη σφραγίδα ποιότητας του... «χαζοκουτιού».

Δεν θέλω, βέβαια, να συνδέσω τις δύο αυτές πτυχές του φαινομένου, αν και συχνά στην ιστορία συμβαδίζουν. Οι αρλεκίνοι της Χούντας των Συνταγματαρχών, για παράδειγμα, οι οποίοι «λιάνισαν» τον Αριστοφάνη με κερβέρεια λογοκρισία, δεν είχαν καταλάβει μόνο το Καλλιμάρμαρο ή το Καυτανζόγλειο για τη λεγόμενη «Πολεμική Αρετή», αλλά και την ΥΕΝΕΔ. Κι αν σήμερα το τότε «υπερθέαμα» μοιάζει «κιτς», υπερβαίνον τα όρια της γελοιότητας, για το καθεστώς που αιματοκύλησε την Κύπρο αυτή η αλλόκοτη καταφυγή στο παρελθόν υπηρετούσε στρεβλωτικά αντιδημοκρατικά αφηγήματα. Ομοιώματα αρχαίων τριήρων, άρματα κοσμημένα με μαιάνδρους και φοίνικες, αρχαιοελληνικοί ναοί γεμάτοι κομψές δεσποινίδες με μανδύες της εποχής, άλλες μορφές αρχαίων Ελλήνων, σαρισοφόρων πολεμιστών, Βυζαντινών, αρματολών και Μακεδονομάχων προηγούνταν της εμφάνισης του δικτάτορα. Ο καρνάβαλος των Συνταγματαρχών αποτελεί προφανή στόχο – και δικαίως – για εμάς που αναπαυόμαστε στο θαλερό λίκνο της δημοκρατικής κανονικότητας και μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέλουμε δίχως το φόβητρο του Συνταγματάρχη Βρυώνη της «Υπηρεσίας Ελέγχου Τύπου», της λογοκρισίας.

Τι συμβαίνει όμως, όταν οι δικές μας πρακτικές δεν υπηρετούν το αρχαίο πρότυπο; Τι συμβαίνει, όταν η δι’ ἐλέου καὶ φόβου κάθαρσις δεν φαίνεται να ενδιαφέρει όσους ισχυρίζονται ότι υπηρετούν τους αρχαίους σήμερα; Τι συμβαίνει, όταν σύγχρονοι τηλεοπτικοί σατιρογράφοι επικαλούνται την «αριστοφανική σάτιρα», για να δικαιολογήσουν ανοίκειες πρακτικές; Να ψέξεις, ναι, να κατηγορήσεις, να επικρίνεις, να διαπομπεύσεις την εξουσία, τους προβεβλημένους, τα δημόσια πρόσωπα, όπως αυτάρεσκα και αυτά αποκαλούν τον εαυτό τους, αλλά με κάποιο νόημα. Η σάτιρα της φυσικής μειονεξίας δημόσιων (κι όχι μόνο κι όχι πάντα) προσώπων από προβεβλημένους σατιρικούς «επωνύμους» – τον Λάκη Λαζόπουλο, τους «Ράδιο Αρβύλα» και όσους άλλους υπηρετούν τη σύγχρονη σάτιρα – εναρμονίζεται με το νόημα του αριστοφανισμού στην ακραιφνή μορφή του; Αυτό με προβληματίζει.

Tο αρχαίο κωμωδιακό πλαίσιο εξυπηρετείται από πρακτικές εξωτερίκευσης επαυξημένης δηκτικότητας. Το πείραγμα, ο υπαινιγμός, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η βωμολοχία, η γλώσσα που ξεφεύγει από (συχνά υποκριτική) καθωσπρέπεια είναι στοιχεία τέτοιας εξωτερίκευσης αναβράζοντος συναισθήματος και αιχμηρής, δηκτικής σκέψης. Όταν σατιρίζεται όποιος συλλαμβάνεται να βάζει το χέρι στο δημόσιο ταμείο ή κάποιος που δημαγωγεί ή κάποιος που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του (δημόσιου) λειτουργήματός του, πολλές εκατοντάδες μαθαίνουν, προβληματίζονται, αποκτούν – διά του χιούμορ και του γέλιου – τη δυνατότητα να κρίνουν και να επικρίνουν όσους κάνουν κουμάντο στον τόπο τους και στη ζωή τους. Αυτός ο αριστοφανισμός καθαίρει την κοινωνία από ό,τι την κρατά δέσμια του κακού εαυτού της.

Όταν όμως σήμερα σατιρίζεται κάποιος με φυσική μειονεξία τι επιτυγχάνεται ακριβώς; Ποιος κερδίζει; Πώς διαπλάθονται οι άνθρωποι, για ποιον σκοπό και για ποια κοινωνία; Μήπως η γελοιοποίηση των ανθρώπων για ό,τι έχει το σώμα τους συμβάλλει στην απομείωση του σεβασμού της κοινωνίας απέναντί τους; Θέλουμε ανθρώπους που να σηκώνουν χέρι, για να δείξουν στοχοποιητικά τους συνανθρώπους τους; Θέλουμε ανθρώπους που να χλευάζουν σώματα; Θέλουμε ανθρώπους που να στιγματίζουν το «διαφορετικό»; Θέλουμε να βλέπουμε ανθρώπους να γελούν με ομοφυλόφιλους; Θέλουμε να ακούμε από ανθρώπους το «άσε μας, κουκλίτσα μου»;

Κάποιος θα επικαλεστεί, αντιγνωμώντας, τα ανηλεή χωρατά των αρχαίων κωμωδιογράφων προς προσωπικότητες του κύρους του Περικλή, του ανθρώπου με το μακρουλό και ασύμμετρο κεφάλι. Ο Πλούταρχος, για παράδειγμα, μας μιλάει για τις επιθέσεις του κωμικού Κρατίνου κατά του Περικλή, ο οποίος καλείται σχινοκέφαλος Ζεὺς στις Γυναίκες της Θράκης (Πλουτ., Περικλῆς 13.10). Η αναλογία όμως με την αρχαία πρακτική δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Όπως κάθε προϊόν πολιτισμού, η σάτιρα πρέπει να προσαρμόζεται στις κεντρικές επιταγές του πολιτισμικού πλαισίου της εποχής της. Ζούμε σε έναν κόσμο διαφορετικό από την αρχαιότητα, και ό,τι λειτουργούσε στο πλαίσιο της διονυσιακής εορτής στην αρχαία Αθήνα δεν είναι δυνατό να προσλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο. Όπως δεν επιτρέπουν οι συγκαιρινές τηλεοπτικές συμβάσεις τη χρήση αισχρολογίας ή υπερβάλλουσας σκαμπρόζικης γλώσσας, ενός από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του αρχαίου κωμωδιακού πλαισίου, κατ’ ανάλογο τρόπο θα πρέπει να εξεταστούν ξανά πρακτικές γελοιοποίησης της αδυναμίας ή της σωματικής, σεξουαλικής, εθνικής, κοινωνικο-οικονομικής ή άλλης διαφορετικότητας. Η σάτιρα δεν είναι μια άτεγκτη ή άκαμπτη συνθήκη που εμφιλοχωρεί από εποχή σε εποχή δίχως αλλαγές στην πρακτική. Γιατί αν ισχύει αυτή η ακαμψία για τη σάτιρα, κινδυνεύουμε να ακούσουμε κάποια/ον να προτείνει οριζόντια και απόλυτη την ισχύ και άλλων συμβάσεων της αρχαιότητας, όπως ήταν τα απομειωμένα δικαιώματα των γυναικών. Θα φτάσουμε, δηλαδή, να ξαναζήσουμε την πατρική τιμωρία σε εκείνη την κόρη που συνήψε προγαμιαίες σχέσεις; Αυτό θέλουμε; «Όταν κάποιος πολίτης, διαπιστώνοντας ότι η κόρη του είχε αποπλανηθεί και δεν είχε διατηρήσει την αγνότητά της μέχρι τον γάμο, την έκλεινε σε έρημο σπίτι μαζί με ένα άλογο, από το οποίο σίγουρα επρόκειτο να σκοτωθεί» (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου 182).

Οι σατιρικοί καλλιτέχνες – στους οποίους ο έπαινος πρέπει, κατά τα άλλα, να αποδίδεται για όσες υπηρεσίες προσφέρουν στους ανθρώπους – είναι αναγκαίο να αντιληφθούν ότι οι εποχές καθορίζουν το είδος, το ύφος και το ήθος της σάτιρας. Αν τηρείται η κεντρικότερη στόχευσή της – η καθαρτική της ψυχής και της διάνοιας επίκριση για επίτευξη κοινής ωφέλειας – πρέπει να αλλάζουν, κατά τις συγκαιρινές αντιλήψεις περί ηθικής, τα μέσα και οι μέθοδοι έκφρασής της. Η σάτιρα οφείλει να μαστιγώνει ανελέητα τους ψεύτες, τους δημαγωγούς, τους υποκλοπείς των ελπίδων του λαού, συχνά και των βαλαντίων του. Θα πρέπει να αναλογιστούν όμως οι υπηρέτες της, αν αξίζει σήμερα η τέχνη και τεχνική να επικεντρώνονται στο σκώμμα για τις ακούσιες κινήσεις των ματιών των ανθρώπων, το λιπόσαρκο ή το υπερτραφές σώμα τους, τη φωνητική αδυναμία τους, τη σεξουαλικότητά τους, ή την κάθε λογής διαφορετικότητα.

Ο πηγαίος αριστοφανισμός είναι κατάκτηση για την τέχνη, τον πολιτισμό και τον άνθρωπο. Ο στρεβλωτικός είναι σφαίρα κατευθείαν στο κεφάλι του Αριστοφάνη.

 *Πανεπιστημιακός




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










2085