Η βία στα σχολεία με άλλο μάτι. Οι απόψεις των παιδιών για το θέμα της βίας στα σχολεία


ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ*

«Άγρια η νεανική παραβατικότητα», «Ώρα μηδέν: νεανική παραβατικότητα σε έξαρση», «Παραβατικότητα ανηλίκων: Ωμή βία έτσι για τη φάση», δεν είναι παρά μερικοί από τους πολλούς τίτλους που δημοσιεύτηκαν στα ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα.  Τι έχουν να πουν όμως τα ίδια τα παιδιά για το κοινωνικό αυτό φαινόμενο που παρατηρείται στο σχολικό περιβάλλον;  Ποιοι λόγοι οδηγούν τα παιδιά στη βία; Ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν; Το θέμα, συζήτησα πρόσφατα με την Ομάδα Εφήβων Συμβούλων (ΟΕΣ) του Γραφείου μου.  Τα παιδιά προσεγγίζουν το φαινόμενο από τη δική τους οπτική και η  άποψη τους σκιαγραφεί τις ανάγκες τους, που η δική μας αποτυχία να ανταποκριθούμε σε αυτές,  σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί σε βίαιες συμπεριφορές.   Η φωνή των παιδιών, την ένταση της οποίας οφείλουμε να δυναμώσουμε για να ακουστεί, σκιαγραφεί τις ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν ώστε τα φαινόμενα να καταστούν μεμονωμένα. 

Σύμφωνα με τα μέλη της Ομάδας Εφήβων Συμβούλων τα παιδιά βιώνουν έντονα μια έλλειψη ελευθερίας και περιορισμού, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν βία για να εκφράσουν την αντίδρασή τους σε αυτό το συναίσθημα.  Η έλλειψη αυτής της ελευθερίας δημιουργείται πρωτογενώς ιδιαίτερα μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Εντός της σχολικής μονάδας, νιώθουν έντονα ότι η φωνή τους δεν ακούγεται, με αποτέλεσμα να βιώνουν αισθήματα απελπισίας, όπως οι ίδιοι τα περιέγραψαν.  Τα μέλη της ΟΕΣ χρησιμοποίησαν λέξεις για συναισθήματα όπως «μίσος» και «θυμός» για να εκφράσουν βιώματα παιδιών που δεν θέλουν να βρίσκονται στο σχολείο ως αποτέλεσμα των οποίων προβαίνουν σε ακραίες συμπεριφορές. Παρόμοια συναισθήματα βιώνει μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών, ωστόσο, οι Έφηβοι Σύμβουλοι τόνισαν ότι εξαρτάται από τις προσωπικές αξίες και βιώματα του κάθε παιδιού, αλλά και την επιρροή που μπορεί να έχει από συμμαθητές και φίλους για να προβεί ή όχι σε μια βίαιη συμπεριφορά.  Η πίεση της ομάδας υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα ως παράγοντας, αφού παιδιά προβαίνουν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές για να αποδείξουν ότι ανήκουν σε κάποια ομάδα, είτε και για να συνεχίσουν να είναι δημοφιλή.  Εξήγησαν ότι τα παιδιά του Γυμνασίου μπορεί να είναι πιο επιρρεπή, αφού στην ηλικία αυτή είναι αυξημένη η ανάγκη για διασημότητα, ενώ η πίεση της ομάδας, αλλά και η απουσία γνώσης για τις συνέπειες και τον πόνο που μπορεί να προκαλέσει μια πράξη είναι μεγαλύτερα. 

Μια συνισταμένη που οφείλει να μας προβληματίσει είναι ο καθορισμός της βίαιης συμπεριφοράς.  Αν ένα άτομο δεν θεωρεί μια συμπεριφορά ως βίαιη, τότε θα προβεί σε αυτήν και η «κανονικοποίηση» των βίαιων συμπεριφορών, δηλαδή η θεώρησή τους από την κοινωνία ως αποδεκτός τρόπος αντίδρασης, αποτελούν έναν λόγο για τον οποίο τα παιδιά προβαίνουν σε βίαιες συμπεριφορές. Ένα κριτήριο που χρησιμοποιείται από τα παιδιά για διαχωρισμό των συμπεριφορών σε βίαιες και μη είναι η χρήση σωματικής και λεκτικής βίας, αλλά και η επίπτωση που η συμπεριφορά έχει σε άλλα άτομα και ο βαθμός που τα επηρεάζει.  Αυτό συνεπάγεται, συγκεκριμένες συμπεριφορές να μην θεωρούνται ως βίαιες, έστω και αν «συγκρούονται» με κανονισμούς, όπως για παράδειγμα η αντιγραφή σε διαγώνισμα ή έχουν έμμεση επίδραση σε άτομα, όπως  για παράδειγμα η γραφή ερωτικών μηνυμάτων στους τοίχους του σχολείου.  Συμπεριφορές οι οποίες περιλαμβάνουν απειλές, χρήση ρατσιστικών, σεξιστικών ή ομοφοβικών σχολίων ήταν οι μόνες ομόφωνα αποδεκτές ως βίαιες, εντούτοις υπήρξε η παραδοχή ότι αυτές χρησιμοποιούνται ευρέως εντός του σχολικού περιβάλλοντος.   

Τα παιδιά αναφέρθηκαν και στο οικογενειακό πλαίσιο (παιδιά θύματα βίας στην οικογένεια, που νιώθουν εγκατάλειψη, που δεν έχουν την απαραίτητη προσοχή από γονείς), ως έναν από τους κύριους παράγοντες για τους οποίους τα παιδιά παρουσιάζουν  βίαιη συμπεριφορά εντός της σχολικής μονάδας.

Άλλος ένας παράγοντας στον οποίον αναφέρθηκαν τα παιδιά ως παράγοντα που οδηγεί στην εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών, είναι η απουσία καλλιέργειας ενσυναίσθησης. Σε αυτό συμβάλλουν ιδιαίτερα τα ΜΚΔ, στα οποία υπάρχει αναρτημένος μεγάλος αριθμός βίντεο με παιδιά που προβαίνουν σε βίαιες συμπεριφορές για αστείο ή φάρσα.  Παρόλο που τα βίντεο αυτά είναι «στημένα», εκλαμβάνονται ως ενέργειες που τα παιδιά μπορούν να μιμηθούν για αστείο, ενώ η απουσία της επαφής λόγω της αλόγιστης χρήσης της τεχνολογίας επηρεάζει τις δεξιότητες ενσυναίσθησης στα παιδιά.   

Σε σχέση με τη διαδικτυακή παρενόχληση ανέφεραν ότι η διάχυση υλικού για κάποιο παιδί προωθείται από την πλειονότητα της σχολικής μονάδας, αφού δεν γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες στο θύμα.  Αυτό συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό σε περιπτώσεις διάχυσης γυμνών φωτογραφιών, αφού ο βαθμός ενημέρωσης που έχουν λάβει τα παιδιά για το φαινόμενο συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για προώθησή τους.   

Όσον αφορά στη βία προς εκπαιδευτικούς τα μέλη της ΟΕΣ υπογράμμισαν ότι η βίαιη συμπεριφορά από παιδιά εκδηλώνεται προς συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και συμπεριφορές, δήλωσαν ωστόσο ότι η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού είναι η αφορμή και όχι η αιτία. 

Στο πλαίσιο αυτό συζητήθηκε και η χρήση φωτοβολίδων και άλλων παράνομων υλικών κατά την πρώτη μέρα του σχολικού έτους από τελειόφοιτους μαθητές/ριες με τα παιδιά να καταγράφουν σωρεία λόγων για τους οποίους προβαίνουν σε αυτές τις συμπεριφορές, όπως ο διαγωνισμός/κόντρα που υπάρχει μεταξύ των σχολείων, ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ, η θεαματική εικόνα για έναρξη της σχολικής χρονιάς, η δημιουργία αναμνήσεων, η κατάταξη της συμπεριφοράς ως έθιμο, αλλά και η εύκολη πρόσβαση σε φωτοβολίδες.  Οι Έφηβοι Σύμβουλοι θεωρούν ότι όταν το σχολείο προσφέρει χώρο και εναλλακτικές μεθόδους εορτασμού ή δώσει «άδεια» για να γίνουν αυτές οι εκδηλώσεις συναισθημάτων, η κατάσταση είναι πιο ήρεμη και ακίνδυνη.  Όταν το σχολείο παρεμβαίνει απαγορευτικά, τότε γίνεται πιο αλόγιστη χρήση, η οποία σε συνδυασμό με τα έντονα συναισθήματα για την απαγόρευση λειτουργεί επικίνδυνα. 

Τα παιδιά-μέλη της ΟΕΣ αναφέρθηκαν στην τιμωρητική αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς.  Τόνισαν ότι η αποβολή δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα, αφού δεν βοηθά στην αλλαγή συμπεριφοράς, ενώ εναλλακτικές όπως η κοινωνική εργασία ή η επιπλέον παραμονή στο σχολείο μπορεί να βοηθήσουν ένα παιδί με παραβατική συμπεριφορά.  Ταυτόχρονα, σημείωσαν ότι η απουσία παρεμβατικών ενεργειών για αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ θύτη/ων και θύματος/ων αποτελεί επιπλέον παράγοντα που βοηθά στην εκδήλωση και άλλων βίαιων συμπεριφορών στη συνέχεια.  Παράλληλα, τέθηκε και θέμα μη αξιοποίησης του θεσμού του Κεντρικού Μαθητικού Συμβουλίου (ΚΜΣ) για μείωση της παραβατικής συμπεριφοράς, μέθοδος η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική.    Θεωρούν επίσης την επαφή του παιδιού με ψυχολόγο ως απαραίτητη προϋπόθεση για μείωση της βίαιης συμπεριφοράς, αφού θα εντοπίζονται έγκαιρα τα αίτια και θα παρέχεται ψυχολογική στήριξη στα παιδιά που την χρειάζονται, αλλά και μετά την εκδήλωση της συμπεριφοράς θα δίνεται η απαραίτητη στήριξη ώστε να βοηθήσει το παιδί να μην προβεί σε βίαιη συμπεριφορά εκ νέου.  Σχολιάζοντας δε προγράμματα που εφαρμόζονται και κατά τα οποία παιδιά αποχωρούν από την τάξη για να συμμετέχουν σε αυτά, ως προγράμματα που πιθανόν να ενισχύουν μη αποδεκτή συμπεριφορά σε συγκεκριμένα παιδιά, αφού η αποχώρηση από την τάξη εκλαμβάνεται ως επιβράβευση. Μια σημαντική παράμετρος η οποία τέθηκε ήταν η προσέγγιση των παιδιών αυτών μετά την εκδήλωση της μη αποδεκτής συμπεριφοράς.  Σημείωσαν ότι, συνήθως στιγματίζονται από τους εκπαιδευτικούς, αντιμετωπίζονται πάντοτε ως παιδιά με παραβατική συμπεριφορά και απομονώνονται από τα υπόλοιπα παιδιά με αποτέλεσμα να αυξάνεται η μη αποδεκτή συμπεριφορά αντί να μειώνεται.  Τόνισαν ότι χρειάζεται μια πιο φιλική προσέγγιση των εκπαιδευτικών προς αυτά τα παιδιά, ώστε να νιώσουν αποδεκτά στον χώρο της σχολικής μονάδας. 

Τέλος, τα παιδιά τοποθετήθηκαν και σε ότι αφορά τα μέτρα που εξήγγειλε το ΥΠΑΝ για καταπολέμηση της παραβατικότητας.  Σε σχέση με την εφαρμογή της αντιρατσιστικής πολιτικής, παρόλο που την θεωρούν θετική, σημείωσαν ότι τα παιδιά αγνοούν την ύπαρξή της, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν καταρτιστεί για την εφαρμογή της, ενώ αντιλήψεις και στερεότυπα που επικρατούν ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς εμποδίζουν την αναγνώριση φαινομένων. Για την εισαγωγή μαθημάτων και εννοιών όπως η αγωγή του πολίτη και η ειρηνική επίλυση διαφορών αυτή αξιολογείται ως ιδιαίτερα χρήσιμη, ωστόσο απαιτεί την κατάρτιση των εκπαιδευτικών, τη δημιουργία χρόνου εντός του αναλυτικού προγράμματος, αλλά και τη μη χρήση του χρόνου αυτού από τους εκπαιδευτικούς για κάλυψη της ύλης των «κύριων» μαθημάτων. Ιδιαίτερα θετική ήταν η αντιμετώπιση των παιδιών στο μέτρο της ενίσχυσης του ρόλου του Υπεύθυνου Τμήματος, αφού θεωρούν ότι όταν ο εκπαιδευτικός διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες μπορεί να συμβάλει ιδιαίτερα στη μείωση της εκδήλωσης βίαιων συμπεριφορών.  Για να είναι ωστόσο ουσιαστική η επικοινωνία παιδιών με Υπεύθυνο Τμήματος θα πρέπει να δοθεί χρόνος εντός του αναλυτικού προγράμματος.   Όσον αφορά στρατηγικές που απαιτούν την εμπλοκή ή επιμόρφωση γονέων, παρόλο που χαρακτηρίστηκαν ως ιδιαίτερα επωφελείς, η εφαρμογή τους αξιολογήθηκε ως ιδιαίτερα δύσκολη, αφού προϋπόθεση αποτελεί η συμμετοχή του γονέα, η οποία απαιτεί τις απαραίτητες στάσεις, αλλά και χρόνο εκ μέρους των γονέων.     Όσον αφορά στο μέτρο για επέκταση του προγράμματος με τις κάμερες, πέραν από την ανάγκη για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, τα παιδιά τόνισαν την αναποτελεσματικότητα του μέτρου αυτού, αφού επικεντρώνεται στην εξεύρεση και τιμωρία του θύτη, χωρίς να έχει οποιονδήποτε άλλον εκπαιδευτικό σκοπό. 

Τι αντλούμε από τις απόψεις των ιδίων των παιδιών για ένα θέμα καυτό, γύρω από το οποίο οι ξέφρενες συζητήσεις καταλήγουν σε κινδυνολογία, προειδοποιήσεις για συνέπειες που θα επιδεινώνονται; Μήπως είναι ώρα να αναμορφώσουμε το περίγραμμα της ανταπόκρισής μας σε αυτό το φαινόμενο στη βάση των εμπειριών και των απόψεων των ίδιων των παιδιών; 

Οι εμπειρίες των παιδιών, όπως έχουν περιγραφεί παραπάνω, συνάδουν με τα αποτελέσματα των ερευνών στον τομέα της βίας και παραβατικότητας: υπάρχουν σαφείς παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών από παιδιά εντός του σχολικού χώρου, οι οποίοι σωρευτικά επηρεάζουν τόσο την κανονιστική ανάπτυξή τους, όσο και τη λειτουργία της σχολικής μονάδας.  Τα παιδιά καταδεικνύουν την ανάγκη έμφασης στην πρόληψη για να αντιμετωπιστούν δομικοί παράγοντες, όπως η περιθωριοποίηση των παιδιών και η σίγαση της φωνής τους, η ενδοοικογενειακή βία, αλλά και η κανονικοποίηση της βίας, όσο και κοινωνικοί παράγοντες, όπως η χρήση της τεχνολογίας, που διέπουν τη σημερινή κοινωνία και επηρεάζουν την ευημερία και ανάπτυξή των παιδιών, αντί στην υιοθέτηση επιπρόσθετων μέτρων για τιμωριτική αντιμετώπιση των παιδιών-θυτών.  

*Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










4349