Ατομική Έκθεση Ζωγραφικής: «Όμορφη πόλη», του εκπαιδευτικού Βαρνάβα Βαρνάβα


Ατομική Έκθεση Ζωγραφικής: «Όμορφη πόλη», του  εκπαιδευτικού Βαρνάβα Βαρνάβα, στη Γκαλερί Αποκάλυψη. Tα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν στις 11 Οκτωβρίου, στις 19:30.

Ένα κείμενο της Ευαγγελίας Χαραλάμπους - Παυτίνου, με αφορμή έναν πίνακα της έκθεσης, αλλά και όλη την έκθεση.

«Η τέχνη, σκεφτόμουν, ήταν η μόνη επινόηση του παλιού ανθρώπου που είχε τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις άλλες επινοήσεις. Η θρησκεία, η επιστήμη, η οικονομία έβλεπαν τη ζωή μέσα από τον παραμορφωμένο καθρέφτη των εαυτών τους. Η τέχνη όμως έβλεπε τη ζωή, την αληθινή ζωή. […] Η ομορφιά, σκεφτόμουν, έπρεπε να το κάνει. Να σώσει τον κόσμο. Η ομορφιά δεν έπρεπε να είναι απλώς ομορφιά» (Δημήτρης Τανούδης, Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος, Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, 2020).  

Η ομορφιά. Έχω την εντύπωση ότι έχουμε έναν σένσορα μέσα μας, ένα είδος πρωτόγονης "συσκευής" ικανής να εντοπίζει την ομορφιά. Χρειαζόμαστε την ομορφιά, και εγώ την αντιλαμβάνομαι ως κάτι καλοφτιαγμένο, αρμονικό ίσως, ερωτεύσιμο, σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί να είναι ένα τραγούδι, ένα φαγητό που θα τέρψει και θα συγκλονίσει τους γευστικούς μας κάλυκες, ένα λουλούδι που θα ήταν παράλειψη να μην σταματήσουμε στον δρόμο μας να το χαϊδέψουμε, να το αγγίξουμε. Ομορφιά παντού, πολύτιμη ομορφιά, σε έναν άνθρωπο, ένα ζεστό πολλά υποσχόμενο χαμόγελο, ένα ποίημα, ένα καλογραμμένο κείμενο. Λατρεύω την τέχνη γιατί μας προσφέρει κάτι το μαγικό, κάτι που απαλύνει από τον πόνο του να ζούμε σ έναν κόσμο εν πολλοίς βάρβαρο και ακατανόητο.

Με τον καιρό έχει εκπαιδευτεί το μάτι μου στο να εντοπίζει και να ξεδιαλέγει το αξιόλογο από το αδιάφορο. Να ανιχνεύει, να ξεχωρίζει το όμορφο, το αξιοσημείωτο. Αυτό έγινε και με τα έργα της έκθεσης "Όμορφη πόλη", του Βαρνάβα Βαρνάβα, στην Γκαλερί Αποκάλυψη. (Τα εγκαίνια θα γίνουν την Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου στις 19:30. Η έκθεση θα διαρκέσει από τις 11-28 Οκτωβρίου).

Οι πίνακες φέρουν κάτι το συλλογικό, εστιάζουν κατ’ εμέ στη «συνομιλία», στο σημείο επαφής ανθρώπου και πόλης. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν τα χρώματα. Με συνεπήραν τα χρώματα. Έντονα χρώματα, μωβ, πράσινο, πορτοκαλί, τυρκουάζ, που μπλέκονται και φέρνουν κάτι το φρέσκο και πολυεπίπεδο. Θυμίζουν πίνακες του Μαρκ Σαγκάλ, αγαπημένου ζωγράφου, αλλά έχουν κάτι το εντελώς δικό τους. Έτσι κι αλλιώς, σε κάθε μορφή τέχνης ο καλλιτέχνης οφείλει να φέρει κάτι δικό του. Είναι ο δικός του, ξεχωριστός τρόπος ανάγνωσης του κόσμου. Οι φιγούρες, η κίνηση, το φόντο. Οι πίνακες έχουν κάτι το ονειρικό, μιλάνε για μια πόλη όμορφη, αυθεντική, γεμάτη χρώματα, με ανθρώπους που ξέρουν να δίνουν, με χέρια ανοικτά για να αγκαλιάζονται. Κυριαρχεί η αίσθηση του πανηγυριού, της μέθεξης, του ουσιαστικού δεσίματος μεταξύ των ανθρώπων. Υπάρχουν έντονα τα σύμβολα στο έργο του. Ο ήλιος, τα μουσικά όργανα, τα λουλούδια, η έντονη κίνηση, ο χορός, η έκσταση. Έργα πολυπρόσωπα, ο άνθρωπος σε σχέση με το στοιχείο της πόλης, ποτέ μόνος, ας θυμηθούμε το no man is an island, κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, έχει ανάγκη να φτιάξει κανάλια επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Εγώ βλέπω και “στέκομαι” στην ανάγκη των ανθρώπων για να επιστρέψουν στη χαρά, να ζήσουν αυθεντικά, να θυμηθούν τις αισθήσεις, τη γιορτή, να θέσουν στο προσκήνιο το ένστικτο. Το λέει εξαίρετα ο Μαρκ Σαγκάλ: «Όταν δημιουργώ από την καρδιά, σχεδόν όλα λειτουργούν. Όταν προσπαθώ να δημιουργήσω από το κεφάλι, σχεδόν τίποτα δεν λειτουργεί.» Σε μια κουβέντα που έχουμε κάνει οι δυο μας με τον Βαρνάβα, είναι τρόπος ζωής γι’ αυτόν: το να δουλεύει με το ένστικτο, αφού βέβαια έχει δουλέψει με την τεχνική και το μυαλό ώρες επί ωρών στη ζωή του. Για να σπάσεις τη φόρμα, πρέπει πρώτα να γνωρίζεις πολύ καλά τη φόρμα, σε κάθε μορφή τέχνης. Άρα, με την καρδιά μόνο, (σημείο σύγκλισης με τον Μικρό Πρίγκιπα: «Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια») έτσι μπορεί ο καλλιτέχνης να φτάσει στην πηγή και να αντλήσει αγνό, καθαρό υλικό για την τέχνη του. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα δεν είναι μαθηματικά, παρόλο που χρειάζονται τα μαθηματικά για την αρμονία, την ισορροπία, την "αρχιτεκτονική" για τη δόμηση ενός ήρωα, για να απλώσεις ένα διήγημα, για να έχει ρυθμό.

Τα έργα της έκθεσης είναι δυναμικά, κινούνται στη σφαίρα του πραγματικού και του φανταστικού μαζί. Κυρίαρχα μοτίβα τα ανοικτά παντζούρια, τα λουλούδια, τα πουλιά, η κίνηση στο σώμα, το πώς μπλέκονται οι φιγούρες μεταξύ τους.

Από όλα τα έργα ξεχώρισα ένα, το οποίο με άγγιξε ιδιαίτερα και με ενέπνευσε στο να φτιάξω μια ολόκληρη ιστορία, με τίτλο: «Α-σχολ(ε)ία γυναικών. Ο πίνακας αυτός δεν ήταν για μένα κάτι το στατικό, μπόρεσα να δω και να δομήσω στις φιγούρες το παρελθόν, το παρόν και να φτιάξω πιθανά σενάρια για το μέλλον τους. Είδα  τις γυναίκες να κάθονται δίπλα δίπλα, εντόπισα μια επανάληψη στις ζωές τους, έναν κύκλο συχνά φαύλο, ένα μοτίβο επανάληψης και ταύτισης μέσα από τη διαφορετικότητα: στο πώς μπαίνει η κάθε μια γυναίκα στην άλλη, προέκταση του πώς μπαίνει η μια γενιά μες την άλλη, πώς «γράφουν» μέσα μας οι λέξεις της μαμάς, οι κινήσεις του μπαμπά, η γιαγιά μας, γενιές επί γενεών πίσω μας. Τι κουβαλάμε και τι θα δώσουμε στην επόμενη γενιά. Οι φόβοι μας, τα ένστικτα, το Dna μας που μπλέκεται με το Dna της πόλης. Έφτιαξα λοιπόν ένα ολόκληρο «σχολείο γυναικών», μια ιστορία για τη δύναμη που έχουν οι γυναίκες, για την ευαλωτότητά τους, τον τσαμπουκά τους, την ανάγκη τους για να ζήσουν μια ζωή αξιοσημείωτη, να βρουν έναν δρόμο που να τους δίνει μια παρηγοριά, αυτό που τους αξίζει, να γίνουν ένα πιο εξελιγμένο μοντέλο σε σχέση με τη μαμά ή τη γιαγιά τους. Την ανάγκη να ερωτευτούν, να χαρούν το σώμα τους, να βρουν μέσα από την αγάπη λόγο ύπαρξης. Θα κλείσω με φράση του Μαρκ Σαγκάλ: Η τέχνη πρέπει να είναι μια έκφραση αγάπης, αλλιώς δεν είναι τίποτα».

Ακολουθεί το διήγημα της Ευαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου: «Α-σχολ(ε)ία γυναικών», με αφορμή τον πίνακα  του Βαρνάβα που βρίσκεται στην αρχή του κειμένου.

                                                         Α-σχολ(ε)ία γυναικών

 Το διάλειμμα αργεί. Πάντα αργεί. Μάλλον έτσι είναι φτιαγμένο: αργεί να έρθει και σπαταλιέται πολύ γρήγορα. Μάλλον ο σκοπός του είναι να μας μάθει τη σχετικότητα του χρόνου. Και ο σκοπός του μαθήματος με τη βαρετή, την αχώνευτη, είναι να μας μάθει αχρείαστα πράγματα. Να μας πει πώς θα φτιάχνουμε τα σουτζουκάκια. Πώς να στρώνουμε ένα τραπέζι με δεκαοκτώ σερβίτσια. Πώς να ράβουμε ένα κουμπί, πώς να έχουμε το σπίτι λαμπίκο, κι ας είναι το μέσα μας αχταρμάς, δεν έχει σημασία.

Σκοπός της αχώνευτης να μας κάνει training, πώς θα είμαστε καλές οικοκυρές. Λες και υπάρχει έστω και ένα κορίτσι εδώ μέσα, στα δεκαέξι της, που τη νοιάζει κάτι πέρα από τα αγόρια που περνάνε έξω από το παράθυρο. Training, πώς να τιθασεύουμε αυτό τον άγριο κάπρο που λέγεται λίμπιντο, γιατί πρέπει να επιθυμούμε μόνο τον σύζυγο. Πως πρέπει να τον αφήνουμε να κάνει παιχνίδι, γιατί η γυναίκα είναι υπό. Το λέει και η λέξη: συν και ζυγός. «Κι αν καμιά φορά σηκώσει και χέρι, ε, άνθρωπος είναι κι αυτός, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Μα να χαλάσεις τον γάμο σου για μια μπάτσα; Κρίμα δεν είναι; Κατάπιε το κι αυτό… Και η γιαγιά σου έτσι δεν έκανε; Και η μαμά σου, τι σου είπε;»

Η γιαγιά… Άλλο κεφάλαιο. Μυστικά. Η γιαγιά είχε μυστικά. Τα έκρυβε όλα κάτω από το χαλάκι, και το χαλάκι έμοιαζε τελικά με λόφο, αν σκόνταφτε κανείς πάνω του, θα πεταγόταν μέχρι απέναντι. Γιατί όλοι το ήξεραν πως ο παππούς έφευγε κρυφά τα βράδια. Μόνο η γιαγιά έκανε πως δεν το ήξερε. Πως δεν άκουσε, δεν κατάλαβε.

Η μαμά… Η μαμά πέρασε όλη της τη ζωή, ή μάλλον σπατάλησε τη μισή της ζωή σ’ ένα πείραμα: πώς είναι να είσαι σε μια ξένη χώρα μόνη, μ’ έναν άντρα που τελικά άλλαξε γνώμη και δεν σε θέλει πια; Κι εσύ δεν έχεις τα… κότσια να πάρεις το παιδί σου και να φύγεις;

Κι εγώ; Τώρα που είναι η σειρά μου; Πώς θα είναι η ζωή μου μετά από δέκα χρόνια, άραγε; Δαγκώνω το μολύβι, κάνω πως παίρνω σημειώσεις. Και θυμάμαι την κουβέντα που κάναμε χθες βράδυ με τη μαμά. Τον μονόλογό της, δηλαδή. Πόσο της αρέσουν οι μονόλογοι την ώρα που σιδερώνει! «Πολύ θα ήθελα να πήγαινα σ’ ένα σχολείο γυναικών. Πραγματικό σχολείο. Να μας πουν τι γίνεται όταν όλοι από παντού μάς βλέπουν σαν το πόδι της αδερφής της σταχτοπούτας, που είναι νούμερο 41 και πρέπει να χωρέσει στο 38. Στο γυάλινο γοβάκι. Γίνεται; Σπρώξε από δω, στρίμωξε από κει… Με τίποτα.  Ψευδοελευθερία. Κι εγώ θα ήθελα να κάνω εγγραφή σ’ ένα σχολείο γυναικών. Να μας πουν τι να κάνουμε όταν φωνάζουμε αλλά δεν βγαίνει άχνα, δεν ακούγεται τίποτα. Να μας μάθουν πώς να μιλάμε. Πώς να φεύγουμε όταν δεν μας αγαπάνε. Πώς να μαντεύουμε το κλουβί μας, γιατί τα χέρια που πάνε να μας κλείσουν εκεί, καμιά φορά χαϊδεύουν πολύ όμορφα». 

Κοιτάω γύρω μου. Παράθυρο. Με γαλάζια παντζούρια. Ανοικτό παράθυρο, αυτό με κρατάει εδώ μέσα. Αν δεν υπήρχε το παράθυρο, δεν θα έμπαινα σ αυτή την τάξη. Μόλις μπω σ’ ένα δωμάτιο, κοιτάζω μία την πόρτα και μία το παράθυρο. Να μπορώ να φεύγω. Θα έρχομαι, δηλαδή, αλλά να μπορώ να φεύγω. Να ταξιδεύω, όταν βαριέμαι μες το δωμάτιο. Να βρίσκω παράθυρα ανοικτά και λύσεις για να παίρνω αέρα.

«Πάντα να βρίσκεις τη λύση», λέει η μαμά, που μεγάλωσε με μια μαμά που έβλεπε μόνο το πρόβλημα και το συγύριζε ψυχαναγκαστικά σχεδόν κάτω από το χαλάκι.

Τι άλλο λέει η μαμά στους μονολόγους της όταν σιδερώνει ή την ώρα που ποτίζει; Ή όταν μιλάει με τις φίλες της και νομίζει πως δεν ακούω; Μιλάει για τις γυναίκες που σήμερα είναι πάουερ, δυναμικές, μέσα σ’ όλα, νίκησαν. Νίκησαν; Έχουν και το σπίτι, έχουν και την καριέρα. Έχουν και μια κρυφή θλίψη για κάτι που ανεπαισθήτως τις χαλάει. Και δεν μπορούν να το εντοπίσουν, όλο και τους γλιστράει, αλλάζει σχήμα, χρώμα. Νίκησαν. Αλλά έχουν και τύψεις όταν αγοράζουν παπούτσια, μήπως θα έπρεπε να κάνουν οικονομία; Να έπαιρναν κάτι για το παιδί καλύτερα; Όταν ξαπλώσουν σ’ ένα κρεβάτι με έναν άντρα, ξέρουν να ζητάνε αυτό που θα φέρει το παραλήρημα; Ξέρουν να μιλάνε κάθε φορά που παίζει ένα: «-Τι έχεις; -Τίποτα. Αυτό το τίποτα, ένας ελέφαντας μες το δωμάτιο.

Σχολείο. Τις κοιτάζω, όλες όμορφες, κάθε μια ξεχωριστή, κι όμως ίδιες. Προτάσσουν τις μακριές πλεξούδες και τα μικρά τους στήθη στον κόσμο, σχεδόν με αυθάδεια και συστολή μαζί, κρατάνε φρέσκα λουλούδια κι έχουν κάτι από χαρά και θλίψη για τις μελλοντικές κατολισθήσεις. Το πρόσωπο της μιας μπαίνει μες το πρόσωπο της άλλης, τα χείλη της μιας προέκταση των χειλιών της άλλης, χέρια, μάτια και καρδιές και όνειρα μπερδεύονται, μιλάει η μια και μοιάζουν να μιλάνε όλες μαζί. Και το πρόβλημα δεν είναι όταν μιλάνε. Το πρόβλημα είναι όταν σωπαίνουν. Όταν δεν ξέρουν από πού να παραγγείλουν μια πανοπλία, για να μπορέσουν να την βγάλουν καθαρή σ’ έναν βάρβαρο κόσμο.

Αεράκι. Το κουδούνι χτυπάει για διάλειμμα. Η αχώνευτη φεύγει, βγάζω από την τσάντα το ηχείο, κοιταζόμαστε συνωμοτικά με τα κορίτσια, σκάνε γελάκια, μας σώζει για λίγο η Janis Joplin, το Pulp fiction… Ξεκουνιόμαστε επιτέλους, να ξεμουδιάσουμε, βάζω τη μουσική τέρμα. Έχουμε επισκέψεις στην τάξη: το κλουβάκι ανοίγει, η μαμά τροφός έχει φέρει ένα λουλούδι για το μικράκι της, τα κορίτσια τραγουδάνε δυνατά, χορεύουν έξαλλα, κι εγώ θα ήθελα εκτός από το ηχείο, να πάρω την κλεψύδρα του χρόνου και να την βάλω για λίγο στο πλάι, να μην κουνιέται ούτε κόκκος, στο pause, να κρατήσει το τραγούδι, τα γέλια, το αεράκι, το διάλειμμα λίγο ακόμα.

Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου, φιλόλογος, συγγραφέας, ηθοποιός

Λίγα λόγια- εν είδει βιογραφικού για τον Βαρνάβα Βαρνάβα και την έκθεση:

Ο ζωγράφος Βαρνάβας Βαρνάβα γεννήθηκε στην κατεχόμενη Κυθρέα. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, από όπου αποφοίτησε το 2006 με άριστα. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις σε Κύπρο και Ελλάδα.  Έργα του κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε Ολλανδία, Βέλγιο, Αγγλία, Κύπρο και Ελλάδα. Εργάζεται ως καθηγητής τέχνης στη μέση εκπαίδευση, σε δημόσια σχολεία της Κύπρου.  Αυτή είναι η τρίτη ατομική του έκθεση. Η προηγούμενη πραγματοποιήθηκε πριν από 12 χρόνια.  Όλα αυτά τα χρόνια ο Βαρνάβας συνέχισε να μελετά τη ζωγραφική και να δημιουργεί. Παραμένει όμως συνεπής στην πεποίθησή του ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να εκτίθεται τότε και μόνον όταν έχει να παρουσιάσει κάτι καινούργιο και αξιόλογο. Ο Βαρνάβας κινείται στον χώρο του εξπρεσιονισμού, παρ’ όλα αυτά συχνά εντοπίζονται και σουρεαλιστικά στοιχεία στο έργο του. Οι συνθέσεις του είναι πλημμυρισμένες στο φως και στο χρώμα.  Άλλοτε κυριαρχούν οι αποχρώσεις του μπλε, άλλοτε του πρασίνου ή του μωβ, δημιουργώντας έργα φανταστικά, ιδεατά από τον χώρο του υποσυνείδητου και του ονείρου. Μέσα εκεί,  σε αυτές τις συνθέσεις φαίνεται να κρύβεται η επιθυμία για έναν καλύτερο κόσμο, πιο  χαρούμενο.  Ο Βαρνάβας ζωγραφίζει με την καρδιά. Ακολουθεί τις υποδείξεις που του υπαγορεύει το ένστικτο και αφήνει να τον παρασύρει το χρώμα και η φιγούρα σε έναν δικό του, μαγικό κόσμο. Η φιγούρα σε όλες της τις εκφάνσεις. Κάποιες φορές παρουσιάζει ανθρώπους να χορεύουν,  να τραγουδούν, να ερωτεύονται,  όπως στο έργο Όμορφη πόλη το οποίο εμπνεύστηκε από το ομότιτλο τραγούδι  του Θεοδωράκη. Κάποιες άλλες φορές παρουσιάζει ανθρώπους που συγκρούονται και παλεύουν, εστιάζοντας στην αέναη πάλη μεταξύ του καλού και του κακού που ελλοχεύει μέσα μας.

Σε αυτά τα τελευταία έργα, τα πιο «βίαια» πάντα, κρύβεται η ελπίδα με τη μορφή μιας ανθοδέσμης, ενός ανοικτού παράθυρου ή  ενός περιστεριού που κουβαλά ένα τριαντάφυλλο. Η συχνή επανάληψή τους ενδεχομένως να τα καθιστά σύμβολα της τελευταίας δουλειάς του. Ο ζωγράφος λοιπόν καταφέρνει ακόμα και αυτά τα «βίαια» έργα να καταλήγουν τρυφερά και ελπιδοφόρα. Στο έργο Μπροστά από την Γκερνίκα  μια ομάδα ανθρώπων συγκρούεται βίαια, υποδεικνύοντας τη βαρβαρότητα του ανθρώπου ακόμα και μπροστά από αυτό το παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο κατά της βίας και του πολέμου. Ο ζωγράφος όμως επιλέγει τον δρόμο της ελπίδας, τοποθετώντας πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων περιστέρια με λουλούδια να αγρυπνούν για την ειρήνη και το καλό. 

Σε αυτή την έκθεση παρουσιάζονται και τα μικρά έργα του Βαρνάβα, τα οποία έχουν το δικό τους ενδιαφέρον, γιατί πολλά από αυτά ξεκίνησαν ως προσχέδια των μεγάλων έργων.  Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια σειρά από μικρά έργα, φτιαγμένα από λάδι με θέμα το τσίρκο, πολύ πλούσια σε χρώμα. Ο Βαρνάβας επέστρεψε λοιπόν με μια νέα ατομική δουλειά, υπηρετώντας πιστά την καλή ζωγραφική και ακολουθώντας το όνειρό του, την αναζήτηση της ομορφιάς μέσα από την Τέχνη του. Άλλωστε αυτό δεν είναι που μας περιγράφει ο Marc Chagall; Η Τέχνη είναι η αδιάκοπη προσπάθεια να συναγωνιστούμε την ομορφιά των λουλουδιών, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνουμε.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν στην Γκαλερί ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ την Τετάρτη 11 Οκτωβρίου στις 19:30 το βράδυ, και η διάρκεια της έκθεσης θα είναι μέχρι τις 28 του ίδιου μήνα. 

Ώρες λειτουργίας, καθημερινώς: 11:00-13:00 & 16:00-19:00, Σάββατο 10:30-13:00,                                                Δευτέρα κλειστά




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










1672