Τη Γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική …αλλά δεν βρίσκω το εγχειρίδιο χρήσης (manual)


ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗ*

Από το 2000, ανά τριετία, τέτοια περίπου εποχή, επίκεντρο της συζήτησης στα ΜΜΕ, και όχι μόνο, είναι τα αποτελέσματα του διεθνούς προγράμματος PISA για την αξιολόγηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων, το οποίο διοργανώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Και φέτος τα αποτελέσματα της έρευνας προκάλεσαν στη χώρα μας σοκ και δέος (όπως κάνουν συνήθως και οι Παγκύπριες εξετάσεις). Αλήθεια, δεν μας ενδιαφέρουν ως κοινωνία οι (χαμηλές) επιδόσεις της νέας γενιάς όχι μόνο στις επιστήμες, αλλά π.χ. στα Ελληνικά; Και αν πράγματι δεν μας ενδιαφέρει, τις πταίει;

Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να λειτουργήσει ως «κατηγορώ», αν και θα μπορούσα να επαναλάβω τα τετριμμένα: Φταίει η πανδημία, το μεταναστατευτικό υπόβαθρο πολλών παιδιών στα σχολεία, τα αναλυτικά προγράμματα, φταίνε οι εκπαιδευτικοί, α ναι φταίνε και τα κινητά και τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο καλύτερος τρόπος να περιορίσεις την ευθύνη άλλωστε είναι να τη διαμοιράσεις κι αυτό ξέρουμε να το κάνουμε καλά στον ελληνόφωνο χώρο.

Πριν τα βάλουμε με τους «νέους» ας ασχοληθούμε με τους «γηραιότερους» σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο. Την ίδια ώρα που οι αλλαγές στο ευρύτερο σύστημα που περιβάλλει τον μικρόκοσμό μας είναι ραγδαίες -κοινωνικά, δημογραφικά, τεχνολογικά, γλωσσικά-  εμείς παραμένουμε σ’ ένα παραδοσιακό και παρωχημένο σύστημα εκπαίδευσης. Το Δημοτικό στο οποίο φοίτησα διαφέρει ίσως από το Δημοτικό στο οποίο φοιτούν τα παιδιά μου, αλλά μόνο στα εξής: στο ότι η τάξη μου ήταν από αμίαντο και η κ. Αντωνία έριχνε και καμιά ψιλή όταν μπερδεύαμε τις καταλήξεις των ρημάτων ή βάζαμε ψιλή αντί δασεία (ναι, το πρόλαβα το πολυτονικό και καμιά φορά πονούσε). Εκπαιδευτικά, όμως, από άποψη ύλης και διδακτικών και μαθησιακών μεθόδων λίγα πράγματα ουσίας (δομικά και ουσιαστικά) έχουν αλλάξει. Δυστυχώς, στις αντίστοιχες παραμέτρους, ούτε το Γυμνάσιο και το Λύκειο έχουν μεταβληθεί σημαντικά από τη δεκαετία του ‘80 (αν και εμείς κάναμε περισσότερα διαλείμματα).

Σε ατομικό επίπεδο παρατηρώ ότι διαβάζω έντυπο υλικό λιγότερο απ’ ότι διάβαζα πριν από 10 χρόνια και ακόμα λιγότερο απ’ αυτό που διάβαζα πριν από 20 (και δεν είναι απλώς θέμα χρόνου). Το ίδιο ισχύει και για τη γραφή μου (στο χαρτί). Έτσι, στο βιογραφικό μου θα μπορούσα να βάλω ότι «ομιλώ και γράφω άπταιστα την Αγγλική», αλλά έχω αρχίσει να αμφιβάλλω αν μπορώ να σημειώσω το ίδιο και για την Ελληνική. Κάθε προηγούμενη γενιά χειρίζεται καλύτερα τη γλώσσα από την επόμενη, όπως μου θυμίζει ο συνάδελφος Θανάσης, ο οποίος με εγκαλεί στην τάξη συχνά για τα ορθογραφικά μου λάθη.

Η Αγγλική, την οποία όλοι πασχίζουμε να ομιλούμε καλά (και δικαίως), έχει παρεισφρήσει παντού και ούτως ή άλλως δεν χρειάζεται περαιτέρω προώθηση. Αν η διάλεξη/ομιλία ενός ενήλικα απευθύνεται σε ελληνόφωνο κοινό αλλά δίνεται σε μείξη ελληνοαγγλικών (διαφάνειες, ομιλία, κ.λπ.) τότε κάπου έχουμε χάσει τον στόχο και δίνουμε λάθος μήνυμα. Διγλωσσία άλλωστε θα πει χειρίζομαι δύο γλώσσες εξίσου καλά σε ανάλογα ακροατήρια.

Και επιστρέφουμε και σ’ αυτό το άρθρο στα οξύμωρα: δεν πασχίζουμε (θεωρητικά) ως κοινωνία, ώστε η επόμενη γενιά να έχει καλύτερα εφόδια από την προηγούμενη; Δυστυχώς αυτό δεν ισχύει για τη γλώσσα, παρόλο που έχει σχεδόν γίνει εμμονή στο «σύγχρονο» σχολείο η διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων και των ελληνικών (και των μαθηματικών βέβαια, με δυσανάλογα αποτελέσματα κατά PISA) σε βάρος άλλων μαθημάτων, π.χ. επιστημών, εξίσου ενδιαφέροντων που καλλιεργούν δεξιότητες, τα οποία διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα ούτως ή άλλως!

Αναφερόμενος στα περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία ταλανίζουν την ανθρωπότητα, ένας από τους κορυφαίους Άγγλους βιολόγους, ο Kevin Gaston, ανέπτυξε τον όρο Σύνδρομο Μετατόπισης Επιπέδων Αναφοράς («Shifting Baseline Syndrome»). Πώς συνδέεται με το θέμα μας; Τα όρια των περιβαλλοντικών συνθηκών που βιώνουμε ως κοινωνία πήραν την κατιούσα, και η νέα γενιά (και η επόμενη) εν απουσία γνώσης και πληροφόρησης από το παρελθόν, φτάνει στο σημείο να αποδέχεται την κατάσταση αυτή ως δεδομένη. Πόσο αληθές είναι τόσο για το θέμα αυτού του κειμένου, όσο και για άλλα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά δρώμενα το γεγονός αυτό; Στην περίπτωσή μας, ποια είναι τα ελάχιστα εφόδια τα οποία θα είμαστε ευχαριστημένοι να έχει η (κάθε) νέα γενιά που λαμβάνει ελληνόφωνη παιδεία; Ας θέσουμε τον πήχη σταθερά κάπου, επιτέλους, με συνέπεια και σίγουρα όχι με βάση την ποσότητα της ύλης, αλλά την ποιότητα αυτής.  Όχι στο 10 στο 15 και στο 20, αλλά στο τι και στο πως (κανεί σιορ με τη βαθμοθηρία). Αν δεν μπορούν οι μαθητές να περάσουν τον πήχη, τότε ας τους δώσουμε τα εφόδια να το κάνουν, περνώντας  από πάνω. Δεν είναι λύση να τον κατεβάσουμε κι άλλο. Το άθλημα πρέπει να είναι άλμα εις ύψος όχι limbo dance.

Αν μας ενδιαφέρει, ας κάνουμε κάτι, ειδάλλως ας το δηλώσουμε ευθαρσώς και σε όλα τα επίπεδα (πολιτική ηγεσία, εκπαιδευτικές οργανώσεις και κοινωνία). Όποια και αν είναι η επιλογή μας ας θυμόμαστε ότι η παιδεία δεν είναι απλά το «προϊόν» ενός εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και του κοινωνικού μας περίγυρου.

*Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος», Διευθυντής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Χερσαίων Οικοσυστημάτων του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου)




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










424