Όλα τα παιδιά μαθαίνουν! Η οικοδόμηση της γνώσης στο Κυπριακό σχολείο


ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΝΕΖΗ*

 Η σχέση της Διδακτικής με την παιδαγωγική είναι ανάλογη με τον προσδιορισμό θεωρίας και πράξης.

Η διδακτική προσανατολίζεται στη θεωρία, εστιάζοντας στην επιλογή και οργάνωση περιεχομένου, στη στοχοθεσία, στη μεθόδευση της διδασκαλίας και στην αξιολόγηση («κινείται στη διαχρονία»). Τα τέσσερα μοντέλα διδασκαλίας: του Συμπεριφορισμού, του Νεοσυμπεριφορισμού (γνωστικού κοινωνικού συμπεριφορισμού), του Δομισμού ή γνωστικισμού και του Εποικοδομισμού ή Δομητισμού εκφράζουν συγκεκριμένες θέσεις για τη φύση της γνώσης, τη μάθηση, την οργάνωση της διδακτικής εργασίας, της διδακτέας ύλης κλπ.

Η παιδαγωγική προσανατολίζεται στην πράξη εστιάζοντας στην αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού και μαθητών (κινείται στη «συγχρονία»). Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι στρατηγικές διδασκαλίας που διαφοροποιούνται ανάλογα με: τους στόχους, το είδος και τη διάρθρωση των διδακτικών ενεργειών και μαθητικών δραστηριοτήτων, στις συνθήκες διάδρασης κάτω από τις οποίες υλοποιούνται, και στα κριτήρια αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους (Σαλβαράς 1993).

Ο σχεδιασμός του Προγράμματος σπουδών κινείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά τη διαμόρφωση ενός ενιαίου πλαισίου σχεδιασμού Προγράμματος Σπουδών και το δεύτερο, τη σύνταξη Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών.

1. Αρχές του Συμπεριφορισμού

Η γνώση πηγάζει από την εμπειρία, ο εκπαιδευτικός λειτουργεί ως πομπός που μεταβιβάζει γνώσεις και δεξιότητες στους μαθητές αποδέκτες με δόσεις και την τακτική των μικρών βημάτων.

Η διδασκαλία διεξάγεται με τη τεχνική των μικρών βημάτων μέσω της ακρόασης, της παρατήρησης, της ανάγνωσης κειμένων και της πρακτικής εφαρμογής. Βασικές αρχές της είναι η συνάφεια, η επανάληψη, η άμεση ανατροφοδότηση και η ενίσχυση. Η προσχεδιασμένη γνώση μεταδίδεται στους μαθητές και η διδασκαλία επιδιώκει την υλοποίηση βραχυπρόθεσμων στόχων της ανάκλησης και αναγνώρισης.

2. Κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του Piaget

Η θεωρία του Ελβετού βιολόγου-ψυχολόγου Jean Piaget (1896- 1980),επισημαίνονται τέσσερα αναπτυξιακά στάδια:

 α) Αισθησιοκινητικό (Sensorimotor)

β) Προεπιχειρησιακό-Προσυλλογιστικό (Preoperational).

γ) Στάδιο συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών (Concrete operation,7-11 ετών): το παιδί αρχίζει να διαμορφώνει έννοιες και να επιλύει αφηρημένα προβλήματα, π.χ. αριθμητικές εξισώσεις με αριθμούς και όχι με αντικείμενα.

δ) Στάδιο τυπικών λογικών πράξεων ή αφαιρετικής σκέψης (Formal operations,11-15 ετών): οι γνωστικές δομές του παιδιού μοιάζουν με αυτές ενός ενήλικα και περιλαμβάνουν την αφαιρετική λογική.

Κατά τη διάρκεια όλων των αναπτυξιακών σταδίων το παιδί βιώνει το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας τους ήδη υπάρχοντες νοητικούς χάρτες του. Αν η εμπειρία επαναλαμβάνεται, ταιριάζει εύκολα -  ή αφομοιώνεται (assimilation), στη γνωστική δομή του παιδιού, ώστε να διατηρεί τη νοητική εξισορρόπηση (mental equilibrium). Αν η εμπειρία είναι διαφορετική ή νέα, το παιδί χάνει την διανοητική ισορροπία και αλλάζει τις γνωστικές δομές του για να συμμορφώσει (accommodation) τις νέες συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί αποκτά ολοένα και περισσότερες επαρκείς γνωστικές δομές.

Οι εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με την αναπτυξιακή θεωρία, πρέπει να σχεδιάζουν την ύλη των μαθημάτων ώστε να ταιριάζουν στα αναπτυξιακά στάδια των μαθητών και να βοηθούν την λογική και εννοιολογική τους ανάπτυξη. Επίσης, θα πρέπει να δίνεται έμφαση στον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι εμπειρίες ή οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον για την μάθηση του μαθητή.

3.  Βασικές αρχές του γνωστικισμού / δομισμού:

  • Η μάθηση εκλαμβάνεται ως σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών.
  • Μηχανισμοί μάθησης με γνωστικές αναπαραστάσεις.
  • Ανάλυση της γνώσης μέσα στη σύνθεσή της και παρουσίαση της με πραξιακούς χειρισμούς και παραδειγμάτων. Η γνώση απεικονίζεται και μοντελοποιείται με πίνακες, διαγράμματα κ.τ.λ.
  • Ενδιαφέρεται περισσότερο για το «πώς το λέει» ή με «ποιο κώδικα το αναπαριστά» και όχι για το τι λέει. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φόρμα που θα λάβει η γνώση παρά για το νόημά της και την καλή «συσκευασία» της γνώσης. Δηλαδή, να μπορούν οι μαθητές αυτό που έκαναν με πραξιακούς χειρισμούς να το μετατρέψουν με απεικονίσεις και μοντελοποιήσεις. Αρκείται στις σχέσεις συμπλεκτικότητας (πού, πότε, ποιοι, τι έκαναν, ποια τα αποτελέσματα, πώς, γιατί, για ποιο σκοπό). Οι σχέσεις συμπλεκτικότητας μπορούν να απεικονιστούν με τη μορφή εννοιολογικών χαρτών.
  • Χαρτογράφηση εννοιών όπου περιλαμβάνει τις φάσεις:

1.  Ορισμός θέματος και προσδιορισμός ερωτήματος

2. Εντοπισμός εννοιών με καταφυγή στις πηγές μάθησης, όπως κείμενο, εικόνες, βίντεο κτλ.

3.  Ιεράρχηση των εννοιών

4.  Σύνδεση των εννοιών με σύντομες συνδετικές λέξεις.

5. Διασύνδεση των εννοιών, με βάση τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος (είναι η αιτία… έχει ως αποτέλεσμα… οδηγεί… προκαλεί…).

6. Γνωστικές διαδικασίες. Η διδασκαλία είναι διερευνητική και επεξηγηματική. Το αποτέλεσμά της είναι η ανακάλυψη των γνώσεων.

4.  Βασικές θέσεις του Εποικοδομισμού

Ο Επικοδομισμός δίνει έμφαση στο πώς λειτουργούν οι αναπαραστάσεις των μαθητών και στο πώς οι μαθητές οικοδομούν τη νέα γνώση.

Οι μαθητές έχουν αναπαραστάσεις για πολλά, ίσως για όλα τα διδακτικά αντικείμενα, οι οποίες είναι ισχυρές και δύσκολα αλλάζουν. Οι αναπαραστάσεις των μαθητών είναι διαμορφωμένες αντιλήψεις, έτοιμες να εκδηλωθούν. Κάθε φορά που οι μαθητές σκέφτονται αυτά που μελετούν, έρχεται στο μυαλό τους η παρουσία της εικόνας τους.

Δηλαδή οι αναπαραστάσεις έχουν δύο όψεις: τα συγκεκριμένα στοιχεία (εικόνες) και τα αφηρημένα στοιχεία(έννοιες). Οι αναπαραστάσεις είναι δομημένες μεταξύ τους, γιατί κάθε στοιχείο(εικόνα-έννοια), για να ενσωματωθεί, στηρίζεται στο παλιό (κατηγορίες εικόνων, εννοιών).

Οι αναπαραστάσεις οργανώνονται με τη μορφή γνωστικών σχημάτων. Τα γνωστικά σχήματα λειτουργούν ως αναλυτές αποκρυπτογράφησης των διδακτικών καταστάσεων και ως ενεργηματικές δομές οικοδόμησης των γνώσεων, διαμορφώνουν πλαίσια στερεότυπων ακολουθιών ενεργειών και ακόμη παραγάγουν κατασκευές με νόημα που επιτρέπουν το σχηματισμό προσωπικών θεωριών, οι οποίες καθοδηγούν τις πράξεις τους (Edward, 1997).

5. Πώς οι μαθητές οικοδομούν τη γνώση

Οι μαθητές μαθαίνουν δρώντας και συντονίζοντας τις νοητικές ενέργειες τους πάνω στα πράγματα.

  • ·δράση: επίλυση προβλημάτων
  • ·συντονισμός: ταξινόμηση, σειροθέτηση, αντιστοίχιση

Ο Piaget χρησιμοποιεί τον όρο σχήμα, για να αναφερθεί στις «γνωστικές δομές», δηλαδή στις αναπαραστάσεις των μαθητών και αναφέρεται στον τρόπο επεξεργασίας αυτών των αναπαραστάσεων με τον όρο «λειτουργίες». Ως λειτουργία ορίζεται η νοητική ενέργεια που είναι «αντιστρέψιμη». Η αντιστρεψιμότητα είναι γνώρισμα των δομών της λειτουργικής σκέψης.

Οι μαθητές στο διδακτικό μοντέλο του εποικοδομισμού γίνονται ικανοί για αυτορρύθμιση και για μεταγνώση. Με την αυτορρύθμιση, οι μαθητές ενεργούν ως δάσκαλοι του εαυτού τους και με τη μεταγνώση αποκτούν επίγνωση της γνωστικής διαδικασίας: του σχεδίου ενεργειών που θα ακολουθήσουν, των εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης, των επεκτάσεων (Ευκλείδης, 1997).

Η μάθηση δεν προκύπτει από τις διαδικασίες μετάδοσης, αλλά είναι μια διαδικασία κατασκευαστική (Σαλβαράς και Σαλβαρά 2007), η οποία επηρεάζεται και αλληλεπιδρά με τις προηγούμενες γνώσεις των μαθητών, έχοντας κοινωνικογνωστικό χαρακτήρα. Η γνώση που προκύπτει δεν είναι απόλυτα αντικειμενική. Επηρεάζεται από τη σκοπιά και την οπτική των μαθητών.

Στο διδακτικό μοντέλο του εποικοδομισμού στηρίζονται οι στρατηγικές διδασκαλίας της παραγωγής γνώσεων, της αξιοποίησης προηγούμενων γνώσεων, της παρατήρησης και της έκφρασης, της συγγραφικής και μετασυγγραφικής διαδικασίας, της αμοιβαίας ή ομαδικής εργασίας, της αποκλίνουσας παραγωγικότητας, του αυτοσχεδιασμού, της μεταγνωστικής αξιολόγησης, των σχεδίων εργασίας κ.ά. 

5.1. Οργάνωση σχολικής μάθησης

Η μάθηση προκύπτει από το μετασχηματισμό και με αντιστροφές. Η μετασχηματίζουσα μάθηση επιφέρει αλλαγές στην συμπεριφορά των μαθητών, που σημαίνει ότι αναδιοργανώνει τις προηγούμενες γνώσεις σε μια δομή διαφορετική και καλύτερα εφαρμόσιμη. Οι προηγούμενες γνώσεις των μαθητών αποδομούνται και συγχρόνως αναδομούνται αλλοιώς, μεταβαίνοντας σε μια ανώτερη στάθμη και επιτυγχάνοντας μια γνωστική υπέρβαση (Σαλβαράς και Σαλβαρά,2007).

Η χρήση της επίδειξης με επεξήγηση ενδιαφέρεται για την ʽʽεξομοίωσηʼʼ με το πρότυπο παρατήρησης και μίμησης, όπου η συμπεριφορά του προτύπου προσλαμβάνεται, κωδικοποιείται, κρίνεται, επιλέγεται και παράγεται στο πλαίσιο της αρχικής, ενώ η χρήση της λογικής των μικρών βημάτων ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή των κατακερματισμένων γνώσεων, όπου οι μαθητές ασκούνται στα μέρη μιας δεξιότητας.

6. Επίδοση

Η επίδοση αφορά"τα επιθυμητά μαθησιακά αποτελέσματα", τα οποία εμφανίζονται με τη μορφή"προϊόντος"(ικανότητα, δεξιότητα).

Τα προϊόντα της διδασκαλίας ταξινομούνται με βάση "τις μορφές εμφάνισης" και τους "τρόπους επίτευξης" (Σαλβαράς,1993). Εμφανίζονται ως αναπαραγωγή. Οι μαθητές επαναλαμβάνουν αυτά που έμαθαν, ως διάκριση, διακρίνουν στο παρουσιαζόμενο υλικό γνωρίσματα και ως πραγματοποίηση, παράγουν, χρησιμοποιώντας κανόνες, τεχνικές κτλ. και επιτυγχάνονται με άμεσο τρόπο.

*Kαθηγητής Πληροφορικής στη Μέση Εκπαίδευση 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










801