Οι εκπαιδευτικοί πυρήνας αλλαγής στην εκπαίδευση και στην κοινωνία


ΤΗΣ ΕΛΠΙΝΙΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗ*

Την τελευταία εικοσαετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρατηρείται μία έξαρση στις εκπαιδευτικές πολιτικές που προτείνονται με επίκεντρο τον εκπαιδευτικό[1]. Η Κύπρος ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να ενημερώνεται και να αξιοποιεί τα  κοινοτικά δεδομένα στον τομέα της εκπαίδευσης όπως και σε κάθε άλλο τομέα. Επιβάλλεται ωστόσο να διασαφηνιστεί ότι η οποιαδήποτε εναρμόνιση δεν πρόκειται να καταστεί λειτουργική εάν εξαντλείται σε μηχανιστικές αντιγραφές και άκρατους «δανεισμούς» εκπαιδευτικών μέτρων[2]. Τα εκπαιδευτικά μέτρα πρέπει να συνδέονται με το πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό συγκείμενο μέσα στο οποίο καλούνται και οφείλουν να λειτουργήσουν.

Οι εκπαιδευτικοί εκπαιδεύονται για να εργαστούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο συμβάλλει στη διατήρηση της υπάρχουσας εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Όταν όμως οι εκπαιδευτικοί κλείνουν την πόρτα της τάξης τους, ακόμα και σε συγκεντρωτικά συστήματα απολαμβάνουν την αυτονομία τους, η οποία αποτελεί δομικό στοιχείο του επαγγέλματός τους. Θα μπορούσε λοιπόν, με βάση αυτή τη λογική, οι εκπαιδευτικοί να καταστούν ο πυρήνας της αλλαγής στην εκπαίδευση και στην κοινωνία. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να εξεταστεί μία ένσταση, η οποία εύστοχα θα μπορούσε να τεθεί. Ακόμα και αν θεωρούσαμε ως δεδομένο ότι οι παιδαγωγικές δράσεις των εκπαιδευτικών έχουν τη δύναμη να μετασχηματίσουν το σχολείο και τον τρόπο που αυτό διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα, πώς είναι δυνατή η μετάβαση των εκπαιδευτικών από τον άξονα της προσαρμογής και της ουδετερότητας στο άξονα της διαφοροποίησης και της άμβλυνσης του αναπαραγωγικού τους ρόλου;

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οι εκπαιδευτικοί «ζυμώνονται» από την βασική αλλά και τη δια βίου εκπαίδευση τους για να υπηρετούν την επικρατούσα εκπαιδευτική και κοινωνική ιδεολογία. Πώς είναι δυνατόν να περάσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο και να επιχειρούν την κριτική αποδυνάμωση της υπάρχουσας κατάστασης και την οικοδόμηση μιας νέας; Πώς είναι δυνατόν για παράδειγμα ένας εκπαιδευτικός που τελειώνει τις βασικές του σπουδές σε ένα τεχνοκρατικό πρόγραμμα σπουδών να καταστεί φορέας κριτικής και αλλαγής; Μήπως εθελοτυφλούμε μπροστά στο αυταπόδεικτο γεγονός ότι αν επιθυμούμε αυτόνομους και ενεργούς εκπαιδευτικούς για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της κοινωνίας, πρέπει να συγκροτήσουμε μία ανάλογη εκπαιδευτική πολιτική;

Οι εκπαιδευτικοί επηρεάζονται αλλά και επηρεάζουν τη διδακτική τους πράξη μέσα από τις εμπειρίες τους. Όταν οι εκπαιδευτικοί είναι σε θέση να πλαισιώνουν θεωρητικά αυτές τις εμπειρίες και να ενεργοποιούν κριτικές διαδικασίες γίνονται πραγματικά διαμορφωτές των όρων εργασίας τους, κάνουν συνειδητές επιλογές και καθίστανται πραγματικά αυτόνομοι, ενεργοί και δημιουργικοί. Μετατρέπονται από παθητικά όργανα μηχανιστικής αναπαραγωγής συντηρητικών νορμών σε στοχαστο-κριτικούς  εκπαιδευτικούς που είναι σε θέση μέσα από τη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης να επιφέρουν αλλαγές. Χρειάζεται όμως για να γίνει αυτή η μετάβαση ένα νέο όραμα για ένα επάγγελμα με σαφή κουλτούρα επαγγελματικής ανάπτυξης, με κίνητρα, φιλοδοξίες και ικανοποίηση που θα αναβαθμίσει την υπόληψη και το κύρος του. Αυτή η ρητορεία έμοιαζε αρκετά ελκυστική αλλά δεν εφαρμοζόταν μέχρι σήμερα.

Η εμπειρία της κρίση που ξέσπασε σχετικά με την εκπαίδευση και ο δημόσιος διάλογος που ακολούθησε ενεργοποίησε τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι απέδειξαν ότι είναι το πιο ενεργό μέρος της κυπριακής κοινωνίας. Μετά από το λήθαργο και την απάθεια με την οποία αντιμετωπίστηκαν όλα τα μέτρα αποκοπών που ακολούθησαν την οικονομική κρίση, οι εκπαιδευτικοί εμφανίστηκαν πρόθυμοι να υπερασπιστούν το δημόσιο σχολείο. Αντιστάθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν για την έλλειψη ορθού διαλόγου, για τις αυθαίρετες αποφάσεις, για την απαξίωση του ρόλου τους, την αποδόμηση του κύρους τους και για τις οικονομικές αποκοπές που η πολιτεία προσπαθεί να επιφέρει στην παιδεία ενδεδυμένες με τον μανδύα του εξορθολογισμού.

Οι εκπαιδευτικοί απέδειξαν με τη στάση τους ότι μπορούν να καταστούν φορέας αλλαγής τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην κοινωνία. Έκαναν σαφές ότι έχουν όραμα για την κυπριακή εκπαίδευση, ότι δεν τους αφορά μόνο το εργασιακό τους καθεστώς και ότι θα αγωνιστούν σε δύο άξονες: Να διαφυλάξουν και να αναβαθμίσουν το κύρος τους, τόσο μέσα, όσο και έξω από το σχολείο, και να διεκδικήσουν τις απαραίτητες για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης αλλαγές. Ίσως το γεγονός ότι δεν έδρασαν νωρίτερα να ήταν και το μεγαλύτερο λάθος τους. Η δυναμική τους στάση όμως, έστω και τώρα, οι παιδαγωγικές τους γνώσεις και η ελευθερία της σκέψης τους θα αποτελέσουν δομικά στοιχεία στην αντίστασή τους και στην πορεία προς έναν πραγματικό εξορθολογισμό της εκπαίδευσης.

*Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής

Πρόεδρος Α.Κί.ΔΑ. Λάρνακας


[1] Eurydice, (2006). Quality assurance in teacher education in Europe.Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://bookshop.europa.eu/en/quality-assurance-in-teacher-education-in-europe-pbNCX106002/

[2] Κληρίδης, Ε. (2016). Η συγκριτική έρευνα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης: Παραδοχές, προβλήματα, προτεραιότητες. Στο Πυργιωτάκης, Ι. Ε. & Θεοφιλίδης, Χ. (2016). Ερευνητική μεθοδολογία στις κοινωνικές επιστήμες και στην εκπαίδευση: Συμβολή στην επιστημολογική θεωρία και την ερευνητική πράξη. Αθήνα, πεδίο.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










221