ΝΣΔΕ: Ο εκσυγχρονισμός της … «ανισορροπίας»


ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*

Στην πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2014, είχε εντοπιστεί το συνεχιζόμενο πρόβλημα του διογκωμένου καταλόγου διοριστέων και η αύξηση στη μακρά αναμονή για διορισμό. Υπήρχε δε αναφορά, πως τα τελευταία χρόνια, τα Πανεπιστήμια έχουν παρατηρήσει δραματική μείωση στον αριθμό των αιτήσεων για παιδαγωγικές σπουδές, σηματοδοτώντας ότι το σύστημα επιλογής και πρόσληψης που υφίσταται αποθαρρύνει τους δυνητικούς υποψηφίους να υποβάλουν αίτηση (WorldBank, 2014)[1].Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε πως τα Πανεπιστήμια ήταν οι βασικότεροι υποστηρικτές της «καινοτομίας» του Υπουργείου και αυτά που με κάθε δυνατό τρόπο παρουσίαζαν την «αναγκαιότητα» για αλλαγή του συστήματος, με την πρόφαση της πρόσληψης των … καλυτέρων!

Με την αλλαγή του συστήματος διοριστέων και με τη ψήφιση του Ν.Σ.Δ.Ε. το καλοκαίρι του 2015, μια από τις κύριες επιδιώξειςήταν να δοθεί κίνητρο σε υποψήφιους να ακολουθήσουν παιδαγωγικές σπουδές. Φυσικά αυτό εντέχνως παρουσιάστηκε υπό τον μανδύα του εκσυγχρονισμού, με εμφανή διάθεση για (από)προσανατολισμό της κοινής γνώμης με πηχυαίες αναφορές για επιλογή των αρίστων και των νέων. Το «Σχέδιο της Ελπίδας» όπως εύηχα παρουσιαζόταν, προσέβλεπε στο να αναζωογονηθούν τα παιδαγωγικά τμήματα, των Κυπριακών Πανεπιστημίων (Δημόσιο και Ιδιωτικά), ώστε να έχουν λόγο ύπαρξης οι παιδαγωγικές σχολές και αυξημένους φοιτητές-πελάτες. Είχε επισημανθεί από την εποχή της συζήτησης του σχεδίου πως η μαζική παραγωγή ανέργων επιστημόνων και συνέχιση της διόγκωσης των καταλόγων ήταν ένας καθόλα υπαρκτός κίνδυνος, κάτι που διαφάνηκε ελάχιστους μήνες μετά τη ψήφισή του. 1.914 υποψήφιοι –ένας στους τρεις δηλαδή - θέλουν να γίνουν δάσκαλοι[2] σύμφωνα με τα φετινά στοιχεία των εισαγωγικών εξετάσεων στα Πανεπιστήμια. Αυτοί θα προστεθούν στους ήδη 3932[3] εγγεγραμμένους στον κατάλογο διοριστέων των δασκάλων, κυνηγώντας … χίμαιρες.  Είναι εμφανές πως το πρόβλημα των διογκομένων καταλόγων δεν επιλύθηκε. Τουναντίον …

Είναι βέβαιο πως η φετινή τάση αναμένεται να συνεχιστεί απρόσκοπτα, με αποτέλεσμα την περεταίρω διόγκωση των καταλόγων. Το γεγονός αυτό είχε αναδειχθεί και την εποχή των μεγάλων ζυμώσεων που στόχο είχαν να ψηφιστεί και να εφαρμοστεί το ΝΣΔΕ, χωρίς φυσικά την αναμενόμενη ανταπόκριση από την Πολιτεία. Κοινώς, σκόπιμα ή μη, αγνοήθηκε το γεγονός πως οι θέσεις με όποιο σύστημα και να προσλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί, ήταν είναι και θα είναι περιορισμένες και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού κορεσμένο. Συνεπώς, φεύγοντας από τον κατάλογο διοριστέων και μεταφερόμενοι στον κατάλογο διορισίμων, οι ελπίδες διορισμού παραμένουν ελάχιστες, αφού υπάρχει υπερπροσφορά εκπαιδευτικώνμε περιορισμένη ζήτηση! Εύστοχα είχε επισημανθεί πως η λύση στο πρόβλημα του συστήματος διορισμών, δεν θα μπορούσε να είναι η μετάλλαξη του υφιστάμενος συστήματος – αφού φεύγουμε από καταλόγους για να δημιουργήσουμε νέους, με μοναδικό εκσυγχρονισμό την ανακατανομή – ανακύκλωση των περιορισμένων θέσεων. Αυτό δε, καθίσταται ακόμη πιο ανησυχητικό, λαμβάνοντας υπόψη πως στην Εκπαίδευση υπάρχει οροφή στους διορισμούς, με καθαρά οικονομίστικες προσεγγίσεις, αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες των σχολείων, την απαραίτητη στήριξη σε δυναμικό για αποκλίνουσες συμπεριφορές, ενισχυτική διδασκαλία, παρεμβατικά προγράμματα, στήριξη των ΤΠΕ κ.ά.

Εκείνο που συνεπώς επείγει να προωθήσει η Επίσημη Πλευρά είναι ο περιορισμός του αριθμού φοιτητών. Σύμφωνα με τους KcKinsey&Company (2007)[4], τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν δύο συνήθεις τρόπους επιλογής των εκπαιδευτικών: α) επιλέγουν τους εκπαιδευτικούς πριν να αρχίσουν το πτυχίο τους στο Πανεπιστήμιο και περιορίζουν τις προσλήψεις για εκείνους που έχουν επιλεγεί και β) η επιλογή των εκπαιδευτικών αφήνεται μετά την αποφοίτηση από τα Πανεπιστήμια. Ενώ στην Κύπρο πρόσφατα έχει ψηφιστεί από τη Βουλή η δεύτερη επιλογή, τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, χρησιμοποιούν την πρώτη, ή παραλλαγές της. Το σκεπτικό της πρώτης επιλογής είναι πως μια πιθανή αποτυχία περιορισμού του αριθμού των αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια, οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά υποψηφίων εκπαιδευτικών, που συνεπώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εκπαιδευτικών. Τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα επιλέγουν την πρώτη μέθοδο και έτσι επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα Πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση.

Στον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα Πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτησησυμφωνεί και η έκθεση Ευρυδίκη (2015)[5]. Η έκθεση επισημαίνει πως η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών αναφέρουν ότι έχουν λάβει μέτρα που συμβάλλουν στην πρόβλεψη της προσφοράς και της ζήτησης εκπαιδευτικών. Μόνη εξαίρεση αποτελούν η Κροατία, η Κύπρος, και η Σερβία. Η Κύπρος που προσπαθεί να πείσει για τις εκπαιδευτικές της «καινοτομίες» και «εκσυγχρονισμούς» αποτελεί μια δυσάρεστη ευρωπαϊκή εξαίρεση, στο κομμάτι εκείνο που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά κάθε εκπαιδευτικού συστήματος: το ανθρώπινο δυναμικό και τη διατήρηση της ποιότητάς του.

Μέσα από την έκθεση προκύπτει πως η αποτελεσματική παρακολούθηση της προσφοράς και της ζήτησης εκπαιδευτικών, απαιτεί σωστή αναλυτική προσέγγιση και ακριβείς στατιστικές προβλέψεις. Ο μελλοντικός προγραμματισμός των αναγκών διδακτικού προσωπικού βασίζεται στην παρατήρηση των τάσεων και στονπροσδιορισμό των πιθανότερων σεναρίων σε ό,τι αφορά τη μελλοντική προσφορά και ζήτηση εκπαιδευτικών. Τα δεδομένα πουεξετάζονται περιλαμβάνουν δημογραφικές προβλέψεις, όπως τα ποσοστά γεννήσεων και τη μετανάστευση, καθώς και τις διακυμάνσεις στον αριθμό των ασκούμενων εκπαιδευτικών και τις μεταβολές στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού (αριθμόςυπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται, μεταθέσεις σε θέσεις μη διδακτικού προσωπικού, κλπ).

Την ίδια ώρα, επιβάλλεται να παρέχεται ουσιαστική συμβουλευτική καθοδήγηση για επιλογή σταδιοδρομίας. Επαγγελματικός δηλαδή προσανατολισμός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να ξεκινά από τα γυμνάσια και στη συνέχεια στα λύκεια και με τους σωστούς μηχανισμούς και καθοδήγηση να ενημερώνονται οι μελλοντικοί φοιτητές για τις ευκαιρίες εργασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Επίσημη Πλευρά θα πρέπει άμεσα, να στοχεύσει στο να χτίσει ένα μοντέλο προσφοράς και  ζήτησης, με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές. Κάτι τέτοιο θα αμβλύνει την επαγγελματική αβεβαιότητα των νέων και ταυτόχρονα θα εξασφαλιστεί η ποιότητα των εκπαιδευτικών. Αν λοιπόν θέλουμε να μιλάμε για πραγματικό εκσυγχρονισμό, ας τολμήσουμε να δούμε την αλήθεια κατάματα και ας παραδεχθούμε πως σε ένα κορεσμένο επάγγελμα, η μόνη λύση είναι ο περιορισμός της μαζικής παραγωγής ανέργων! Επιβάλλεται να προστατέψουμε τους ανυποψίαστους ή πλανεμένους νέους που μετά τις αξιολογήσεις που θα περάσουν στον Πανεπιστημιακό κύκλο, θα κληθούν να αποκτήσουν μεταπτυχιακό τίτλο για να έχουν ελπίδες στο τελικό στάδιο της … «πιστοποίησης καταλληλότητας» με το «Σχέδιο της Ελπίδας»!

*Γενικός Γραμματέας Α.Κί.ΔΑ, Εκπαιδευτικός


[1]WorldBank. (2014). Teacher policies in the Republic of Cyprus. Washington D.C.: World Bank.

[2]http://www.philenews.com/el-gr/koinonia-eidiseis/160/311629/enas-stous-treis-ypopsifious-thelei-na-ginei-daskalos-pinakes

[3]http://www.eey.gov.cy/LinkClick.aspx?fileticket=sNPX5TGq4W4%3d&tabid=216&mid=831

[4] McKinsey & Company (2007).  How the world's best-performing school systems come out on top.

[5] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2015. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










96