Για το Νέο Σύστημα Αξιολόγησης (ΝΣΑ)


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Ομολογώ ότι ένιωσα μεγάλη απογοήτευση διαβάζοντας τις πρόνοιες  του ανακοινωθέντος επίσημα στις 30 Δεκεμβρίου ΝΣΑ. Ανέμενα ότι το ΥΠΠ, λαμβάνοντας υπόψη την άσχημη εμπειρία από τον συνοπτικό τρόπο απόρριψης  του υποβληθέντος το 2006 από την Κοινοπραξία «Αθηνά» σχεδίου αξιολόγησης και προπαντός την κυρίαρχη κουλτούρα και τη μεγάλη ευαισθησία της κυπριακής κοινωνίας και ιδιαίτερα της τάξης των εκπαιδευτικών στο θέμα της αξιολόγησης, θα απέφευγε την παγίδα της γραφειοκρατίας και της μεγάλης έμφασης στην τυπική πτυχή της αξιολόγησης και θα έκτιζε το σχέδιό του πάνω σε θέματα και προσεγγίσεις ουσίας που θα μπορούσαν, από τη μια, να γίνουν αποδεκτά ευκολότερα από τους εκπαιδευτικούς και, από την άλλη, να συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, η οποία, όπως αναφέρει δυο φορές(σσ3,5) το κείμενο του ΝΣΑ, αποτελεί τον κύριο στόχο του.

Αντί τούτου  προτιμήθηκε ένα σύστημα που αποτελεί στην πραγματικότητα  αποθέωση της γραφειοκρατίας  και της τυπικής, φορμαλιστικής αξιολόγησης. Για να δείξω πειστικά αυτή την υπερβολή, αναφέρω στη συνέχεια τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα: α)Το ΝΣΑ εισάγει βαθμολογία από το 1-100 και επιπλέον προχωρεί και  σε χρήση εκατοστών της μονάδας για να υπάρξει, όπως λέει «ακρίβεια», «λεπτέςδιακρίσεις»και«διαφοροποιήσειςμεταξύ των εκπαιδευτικών»,β) προνοεί ότι οι παλιές βαθμολογίες που ισχύουν τώρα «θα μετατραπούν σε κλίμακα 1-100 με ακρίβεια εκατοστού»(σ.63), γ) προβλέπει ότι «η συνέντευξη στην ΕΕΥ θα αποτιμάται με τα εξής μόρια ή μέρος μορίου: 2 για εξαιρετική απόδοση, 1.8 για σχεδόν εξαιρετική απόδοση,1.6 για πάρα πολύ καλή απόδοση, 1.4 για σχεδόν πάρα πολύ καλή απόδοση, 1.2 για πολύ καλή απόδοση, 1.0 για σχεδόν πολύ καλή απόδοση, 0.8 για καλή απόδοση, 0.6 για σχεδόν καλή απόδοση, 0.4 για μέτρια απόδοση, 0.2 για σχεδόν μέτρια απόδοση» (σ.53), και δ)προνοεί ότι, ενώ κατά τη διαδικασία προαγωγής  στη θέση διευθυντή σχολείου(σ.28) και στη θέση επιθεωρητή (σ.30) η βαρύτητα της βαθμολογίας θα είναι ανά 30% για τους δυο επιθεωρητές, 35% για το διευθυντή του σχολείου και 5% για την αυτοαξιολόγηση, στην περίπτωση προαγωγής στη  θέση του Πρώτου Λειτουργού (ΠΛΕ) η βαρύτητα θα είναι ανά 31% για τους τρεις ΠΛΕ που θα είναι μέλη της επιτροπής αξιολόγησης και 7% για την αυτοαξιολόγηση (σ.40)!

Είναι φανερό ότι ο συντάκτης ή οι συντάκτες αυτού του συστήματος βασίζονται  όχι μόνο  σε ξεπερασμένες (μετά την εγκατάλειψη των απόλυτων αρχών και των βεβαιοτήτων της νεωτερικής περιόδου) αλλά και επικίνδυνες (λόγω της βέβαιης πρόκλησης αχρείαστων τριβών μεταξύ των εκπαιδευτικών και προσανατολισμού τους σε λιγότερο επουσιώδη θέματα) παραδοχές, ότι δηλαδή πρώτο, μπορεί κανείς  να βαθμολογήσει με ακρίβεια εκατοστού της μονάδας  έναν εκπαιδευτικό ή μια διδασκαλία, δεύτερο, ότι ένας εκπαιδευτικός που βαθμολογείται , για παράδειγμα, με 73 είναι οπωσδήποτε καλύτερος από έναν άλλο που έχει βαθμολογηθεί με 72 ή 70, και τρίτο, ότι νομιμοποιείται η δαπάνη τόσου χρόνου και τόσων χρημάτων του φορολογουμένου(θα χρειαστεί πιθανό τριπλασιασμός των επιθεωρητών και μεγάλη δαπάνη γα να δοθεί διοικητικός χρόνος στους βοηθούς διευθυντές σχολείων, οι οποίοι, όπως ορθά επισημαίνει σε άρθρο του ένας διευθυντής δημοτικού σχολείου, θα μετατραπούν σε επιθεωρητές για να ασκούν το έργο του παιδαγωγικού συμβούλου) για  αυτού του είδους  τις ασκήσεις ακριβείας στην αξιολόγηση. Το κύριο επιχείρημα που κραδαίνουν είναι η επιστημονικότητα, ως εάν να έχουν εφεύρει  τη φαρμακευτική ζυγαριά για τη μέτρηση της αξίας ανθρώπων και των πολύ σύνθετων και περίπλοκων διαδικασιών της διδασκαλίας και της αγωγής.

Κάτι που επίσης αποκαλύπτει τη μεγάλη  έμφαση στην περίτεχνη αξιολόγηση και την υποβάθμιση άλλων πολύ ουσιωδών διαδικασιών είναι η έκταση που καταλαμβάνουν στο ΝΣΑ οι διάφορες διαδικασίες. Συγκεκριμένα αφιερώνονται στη  Διαδικασία μορφωτικής αξιολόγησης 11 σελίδες(16-26), στη Διαδικασία προαγωγών 11 σελίδες(52-62), στη Διαδικασία κρίσης επάρκειας εκπαιδευτικών 5 σελίδες(46-50), στη Δημόσια Σχολή Εκπαιδευτικής Ηγεσίας 6 σελίδες(9-10 και 41-45), και στη Διαδικασία επαγγελματικής στήριξης και βελτίωσης μισή σελίδα (11).Πέραν του γεγονότος ότι αφιερώνεται μόνο μισή σελίδα στη διαδικασία στήριξης και βελτίωσης, το χειρότερο είναι ότι δεν αναφέρεται γι αυτή τίποτε το καινούργιο ή κάτι πιο πρακτικό ή πιο αποτελεσματικό. Αναφέρονται  αορίστως όλες οι προαιρετικές δραστηριότητες που οργανώνονται σήμερα, αν οργανώνονται, μια ή δυο φορές το χρόνο: «παρακολούθηση διδασκαλιών σε άλλες τάξεις, συνδιδασκαλίες, συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, παρουσιάσεις σε συνεδρίες προσωπικού, αντιμετώπιση προβλημάτων, αναστοχαστικές συζητήσεις σε κλιμάκια εκπαιδευτικών, ανταλλαγή  διδακτικού υλικού, συντονισμός μεταξύ αδελφών τμημάτων, οργάνωση εργαστηρίων και συνεδρίων στα πλαίσια συνεργασίας μεταξύ σχολικών μονάδων κ.ο.κ.»Σύμφωνα με το ΝΣΑ, οι δραστηριότητες αυτές θα γίνονται εντός και εκτός του σχολείου, δεν αναφέρει όμως πότε ούτε και επιδεικνύει κάποιο  ενδιαφέρον για το αν υπάρχουν οι αναγκαίες πρακτικές ευκολίες στα σχολεία για να γίνονται αποτελεσματικά. Για να δείξω πόσο δύσκολο είναι να γίνουν όλα αυτά στην πράξη, θα αναφέρω μια προσωπική πικρή εμπειρία από την εποχή που ήμουν επιθεωρητής φιλολογικών μαθημάτων. Πήγα στο Λανίτειο Α και επιθεώρησα έναν φιλόλογο. Όταν  τέλειωσε το μάθημα, ήθελα να δώσω κάποια ανατροφοδότηση στον καθηγητή, αλλά δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να καθίσουμε. Πήγα στο γραφείο του γυμνασιάρχη αλλά είχε κάποιο ξένο, παρακάλεσα έναν υποδιευθυντή να μας επιτρέψει να μπούμε στο γραφείο του για λίγα λεπτά αλλά απέρριψε την παράκλησή μου κατά τρόπο σκαιό. Έτσι αναγκαστήκαμε να περπατούμε πάνω κάτω έξω από το σχολείο για να μπορέσω να πω λίγα πράγματα στον καθηγητή. Κατά τα άλλα μιλούμε για ανατροφοδότηση και «για ανίχνευση αδυναμιών των εκπαιδευτικών».

Υπάρχουν πολλά άλλα που μπορούν να γραφούν για τις αδυναμίες αυτού του σχεδίου, θα περιοριστώ όμως μόνο  σε μια ακόμα, την έμφαση στην πρόταση ίδρυσης Δημόσιας Σχολής Εκπαιδευτικής Ηγεσίας. Έχω την εντύπωση ότι γίνεται μια προσπάθεια, από τη μια, δημιουργίας  μονοπωλίου στον τρόπο κατάρτισης των διευθυντών σχολείων και, από την άλλη, επιβολής ενός και μόνου μοντέλου διευθυντή. Στην Κύπρο έρχονται κάθε χρόνο δεκάδες εκπαιδευτικοί με δοκτοράτα από διάφορα πανεπιστήμια, τοπικά και ξένα, οι οποίοι μπορούν με πολλές αξιώσεις να αναλάβουν ηγετική θέση στα σχολεία. Δεν βλέπω το λόγο γιατί πρέπει να επιβαρυνθεί το κράτος με δαπάνη εκατομμυρίων  για τη λειτουργία μιας σχολής που δεν χρειάζεται. Και προπαντός μιας σχολής που θα καθορίσει για πάντα τον τύπο διευθυντή που θα έχει η κυπριακή εκπαίδευση. Δεν άκουσα καμιά επίσημη ή ημιεπίσημη απόφαση  που να καθορίζει ότι ο μοναδικός τύπος  διευθυντή που χρειάζεται η Κύπρος είναι ο αμερικανός manager και ότι πρέπει να αποκλεισθεί ο τύπος του επιστημονικά συγκροτημένου, ευρύτερα μορφωμένου, βαθιά καλλιεργημένου και ανοικτόμυαλου εκπαιδευτικού, όπως ήταν οι διευθυντές όταν η εκπαίδευση της Κύπρου μεσουρανούσε.

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστήμιο Κύπρου




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










155