Εμβάθυνση σε τρία μείζονα προβλήματα της Ελληνοκυπριακής Εκπαίδευσης


 ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*

Τρία μείζονα προβλήματα της σημερινής ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης είναι, πιστεύω, πρώτο, η συμφόρηση και ο διαγκωνισμός που παρατηρείται στο θέμα της εξασφάλισης θέσης διδάσκοντος στην εκπαιδευτική υπηρεσία, δεύτερο, η συμφόρηση που παρατηρείται στο θέμα της εξασφάλισης θέσης σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και, τρίτο, η μεγάλη διόγκωση του αριθμού των αναλφάβητων μαθητών τόσο  στο γυμνάσιο όσο και στο δημοτικό και οι μεγάλοι κοινωνικοί κίνδυνοι που αυτή εγκυμονεί.

Και τα τρία  προβλήματα είναι φανερό ότι είναι αποτέλεσμα της μεγάλης ανάπτυξης της εκπαίδευσης στην Κύπρο μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Συνέβη και στην εκπαίδευση  κάτι ανάλογο με τα προβλήματα που παρατηρούνται σήμερα στους δρόμους και στους τόπους στάθμευσης  όχι μόνο των πόλεων αλλά και των κωμοπόλεων λόγω της μεγάλης αύξησης του αριθμού των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων. Όπως έλεγε ένας προσφιλής φίλος που δεν είναι σήμερα ανάμεσά μας, η κατάσταση στους δρόμους μοιάζει με το θέαμα που θα αντίκρυζε κανείς αν έβλεπε ενήλικες να φορούν τα ρούχα που φορούσαν στη βάφτισή τους. Οι πιο πολλοί δρόμοι που έχουμε ανοίχτηκαν για τις κυκλοφοριακές ανάγκες του 19ου αιώνα.

Η αναλογία μεταξύ των δυο φαινομένων επεκτείνεται και στη φύση και το μέγεθος των δυσκολιών που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η λύση του προβλήματος κυκλοφοριακής συμφόρησης απαιτεί την κατεδάφιση σπιτιών, ακόμα και διατηρητέων, και άλλων οικοδομών, ακόμα και επιχειρήσεων, πράγμα αδύνατο λόγω του ότι καμιά κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να αγνοήσει τους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, ιστορικούς και συναισθηματικούς λόγους που καθιστούν απαγορευτικά αυτά τα μέτρα και

να προωθήσει στη βουλή σχετικά νομοθετήματα, και καμιά βουλή δεν θα τα ψήφιζε. Στην περίπτωση των τριών εκπαιδευτικών προβλημάτων υπήρχαν/υπάρχουν  τα κεκτημένα συμφέροντα, ανθρωπιστικοί και νομικοί λόγοι, η ανάγκη σεβασμού βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος ανθρώπινων ελευθεριών , και η μεγάλη δυσκολία αλλαγής των θεσμών. Όπως επαναλαμβάνεται συχνά  από τις κοινωνικές επιστήμες, οι θεσμοί καθυστερούν πολύ να αλλάξουν και να προσαρμοστούν προς τις τεχνικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.

Πιστεύω ωστόσο πως ένας βασικός λόγος της αποτυχίας και στους δυο τομείς έγκαιρης λήψης μέτρων για αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων  προτού λάβουν τις εκρηκτικές διαστάσεις που έχουν σήμερα είναι η έλλειψη φαντασίας, προνοητικότητας και τόλμης εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνώντων όλα αυτά τα χρόνια.

Για να πάρουμε τα τρία προβλήματα από την αρχή, το πρώτο πρόβλημα εμφανίστηκε λίγο πριν την τουρκική εισβολή και έκτοτε διογκώνεται διαρκώς λόγω της συνεχούς αύξησης των φοιτώντων στα πανεπιστήμια, πρώτα του εξωτερικού και ύστερα του εσωτερικού(δημόσια και ιδιωτικά). Η πρώτη αντιμετώπιση έγινε με την κατάρτιση καταλόγου διοριστέων (ο όρος είναι χαρακτηριστικός της αφέλειας αλλά και της απρονοησίας  του κυπριακού υπουργείου παιδείας. Στην Ελλάδα ποτέ δεν δόθηκε τέτοιος δεσμευτικός για την κυβέρνηση τίτλος). Όταν η πίεση μεγάλωσε πολύ και ο χρόνος αναμονής για διορισμό αυξήθηκε από πέντε σε δέκα και ύστερα σε δεκαπέντε, είκοσι και σε μερικές ειδικότητες καθηγητών στα σαράντα και πενήντα χρόνια, οι υπουργοί παιδείας  άρχισαν να υποβάλλουν προτάσεις για αλλαγή, δεν επέμεναν όμως πολύ και κυρίως δεν έδειχναν την αναγκαία ευελιξία που ήταν αναγκαία για αποδοχή ενός σχεδίου που θα εισήγε μεν τις εξετάσεις για σκοπούς ισότητας ευκαιριών. αλλά θα παρείχε τον αναγκαίο χρόνο για προηγούμενη ή παράλληλη τακτοποίηση όλων  των περιπτώσεων διορισμού που είχαν να κάνουν  με το φυσικό δίκαιο (των επί συμβάσει, των αναπληρωματικών, των υποψηφίων που ήταν ψηλά στον κατάλογο). Το πρόβλημα λύθηκε μόνο όταν η Βουλή υιοθέτησε  αυτή την ευελιξία και δέχτηκε να υπάρχουν δυο κατάλογοι μέχρι το 2027.

 Αποτελεσματική λύση για το δεύτερο πρόβλημα, εκείνο  της συμφόρησης στο δρόμο για τα πανεπιστήμια, προτάθηκε από το 1964 από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, ο θεσμός του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου, η λύση δηλαδή που ισχύει στην Αγγλία με το θεσμό των  GCSE και A level Examinations                                                 και στη Γερμανία με το θεσμό του Abitur.Τελικά ο θεσμός δεν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, γιατί  ούτε η Κυβέρνηση ούτε οι γονείς έχουν εμπιστοσύνη σε έναν ανεξάρτητο οργανισμό όπως  αυτόν που οργανώνει  και διεξάγει τις εξετάσεις στην Αγγλία από το 1918. Έτσι το ελληνικό υπουργείο παιδείας ταλαιπωρεί έκτοτε γονείς και φοιτητές αλλάζοντας  συνεχώς σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια(ακαδημαϊκό απολυτήριο, βαθμός απολυτηρίου, πανελλήνιες εξετάσεις, πανελλαδικές εξετάσεις και, από το 2020, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργού παιδείας Κώστα Γιαβρόγλου, με βάση το βαθμό απολυτηρίου. Στην Κύπρο εφαρμόζουμε εδώ και πενήντα περίπου χρόνια το θεσμό των Παγκύπριων Εξετάσεων που έγιναν μεν γνωστές για τα αυστηρά μέτρα που λαμβάνονται για τη μη διαρροή των θεμάτων, εξ ανάγκης όμως παραχωρούν σε πολλούς υποψηφίους θέσεις σε πολύ διαφορετικές σχολές και τμήματα από εκείνες που πραγματικά θέλουν.  Πριν δυο βδομάδες ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας Δρ Κυριάκος Χατζηγιάννης πρότεινε την υιοθέτηση του Απολυτηρίου (από την περιγραφή που κάνει φαίνεται πως εννοεί το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο) ως καλύτερου τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια.(Paideia news, 1 Μαΐου 2018). Πιστεύω πως η λύση αυτή είναι η πιο λογική και πρακτική, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από  την αγγλική εμπειρία. Ωστόσο , λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Κύπρο επικρατεί η ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης προς ιδιωτικούς οργανισμούς που επικρατεί και στην Ελλάδα, δεν νομίζω ότι θα είναι δυνατή η εισαγωγή αυτής της λύσης, τουλάχιστο για όσο διάστημα επικρατούν οι ίδιες αντιλήψεις.

Το τρίτο μείζον πρόβλημα θεωρείται από πολλούς λιγότερο σημαντικό και επείγον, γιατί γίνεται αντιληπτό ως εσωτερικό πρόβλημα των σχολικών μονάδων και ως αφορών μόνο ένα ποσοστό 15% μόνο. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σοβαρό και ανησυχητικό και αποτελεί στην πραγματικότητα μια ωρολογιακή βόμβα που απειλεί τα θεμέλια της κοινωνίας. Ένα μέρος αυτών των μαθητών, επειδή θα αποφοιτήσουν χωρίς τα αναγκαία εφόδια για να βρουν μια απασχόληση που να τους εξασφαλίζει τα προς το ζην, είναι πιθανό να παρασυρθούν εύκολα σε παντός είδους περιπέτειες αρχίζοντας από μικροκλοπές και χρήση ναρκωτικών. Φοβούμαι πως η αύξηση της εγκληματικότητας τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας συνδέεται και με το πρόβλημα αυτό. Γι’ αυτό πρέπει το Υπουργείο Παιδείας να βρει τρόπους να το αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά από ό,τι σήμερα.

Πρώην Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










139