Διεθνείς αξιολογήσεις μαθησιακών αποτελεσμάτων και ελληνοκυπριακή εκπαίδευση


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΕΡΣΙΑΝΗ*  

Όπως πολλές φορές στο παρελθόν, έτσι και τώρα, μετά τη δημοσίευση  στις ελληνοκυπριακές εφημερίδες της 6 Δεκεμβρίου 2016 των αποτελεσμάτων των δεκαπεντάχρονων μαθητών μας στα Μαθηματικά, τις Φυσικές Επιστήμες και την Κατανόηση Κειμένου στις εξετάσεις PISA που οργάνωσε ο ΟΟΣΑ πριν ένα χρόνο, και την ενημέρωση του κοινού για τη μεγάλη αποτυχία των μαθητών μας (κατέλαβαν την τελευταία θέση μεταξύ των μαθητών όλων των ευρωπαϊκών χωρών και στα τρία μαθήματα), προκλήθηκε αναταραχή και απογοήτευση. Διατυπώνονται κατηγορίες εναντίον των εκπαιδευτικών για ανικανότητα και αδιαφορία προς το καθήκον, και εναντίον του ΥΠΠ για  ατελέσφορες  και ανώφελες μεταρρυθμίσεις. Οι εκπαιδευτικοί αμύνονται με διάφορους τρόπους, εγκαλώντας την κοινωνία και τους γονείς και σε μερικές περιπτώσεις αμφισβητώντας το δικαίωμα του τύπου και της κοινωνίας να τους κατακρίνουν, ενώ το ΥΠΠ από την πλευρά του διαβεβαιώνει ότι τα αποτελέσματα στο μέλλον θα είναι καλύτερα, γιατί μέχρι τότε θα έχουν καρποφορήσει οι μεταρρυθμίσεις και οι αλλαγές που άρχισαν να εφαρμόζονται πρόσφατα.

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η αντίδραση αυτή τη φορά ήταν ηπιότερη και μικρότερη σε έκταση σε σύγκριση με προηγούμενες φορές, είτε γιατί, λόγω των επανειλημμένων αποτυχιών, πολλοί εγκατέλειψαν τις παλιές(από τον 19ο αιώνα) ψευδαισθήσεις ότι οι Έλληνες είναι ο πιο έξυπνος και φιλομαθής λαός (και επομένως μπορεί να επιτύχει σε οποιεσδήποτε εξετάσεις έστω και αν δεν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια) είτε γιατί συνειδητοποίησαν ότι για μια επιτυχία σε τέτοιες εξετάσεις χρειάζονται  αλλαγές στις παραδοχές(σχετικά με τα προαπαιτούμενα για επιτυχία) και θυσίες (να γίνεται περισσότερη και σκληρότερη εργασία στο σχολείο) που οι ίδιοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν.

Επειδή, νομίζω, η αλλαγή αυτή αφορά την ουσία του θέματος που μας απασχολεί, δηλαδή τα προαπαιτούμενα για καλύτερη μάθηση και, επομένως, για βελτίωση των αποτελεσμάτων, θα προσπαθήσω στη συνέχεια να φωτίσω περισσότερο το θέμα αυτό.

 Υπάρχουν τρεις διαφορετικές παραδοχές σχετικά με το ποια είναι τα βασικότερα προαπαιτούμενα. Η πρώτη θεωρεί ως πρώτη  προτεραιότητα τις εισροές που πρέπει να προσφέρει το κράτος και η κοινωνία στα σχολεία (λειτουργικά κτήρια, πλούσιο και μοντέρνο σχολικό εξοπλισμό, κατάλληλα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα και διδακτικά βιβλία, και καλά καταρτισμένους εκπαιδευτικούς). Από τη μελέτη της ιστορίας της  εκπαίδευσης της ανεξάρτητης Κύπρου καθίσταται φανερό ότι οι εκπαιδευτικές αρχές της Κύπρου, αντίθετα από ό,τι  ίσχυε παλαιότερα, σήμερα επηρεασμένες από τις αξίες που κυριάρχησαν μετά την ανεξαρτησία στη ελληνοκυπριακή κοινωνία, υιοθετούν πολιτική που βασίζεται  σ’αυτή την παραδοχή. Αυτή η πολιτική διαμόρφωσε με το χρόνο μια στάση που δίνει μικρή σημασία στην προσπάθεια και στη συστηματική  αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών. Το αποτέλεσμα ήταν να δοθεί βάρος στον εκσυγχρονισμό και τις μεταρρυθμίσεις και όχι στις εξετάσεις ή στη σκληρή εργασία. Έτσι εισήχθησαν διάφορες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, το Λύκειο Επιλογής Μαθημάτων (ΛΕΜ) τη δεκαετία του 1970, το Ενιαίο Λύκειο τη δεκαετία του 1980 και  το ολοήμερο σχολείο τις δεκαετίες του 1990 και 2000. Κάθε φορά που εισαγόταν μια μεταρρύθμιση, υπουργοί παιδείας και γενικοί διευθυντές εξέφραζαν τη βεβαιότητα ότι αυτές θα συνέβαλλαν στη σημαντική βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων(υπάρχουν οι γραπτές δηλώσεις τους). Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε υπάρχει τίποτε που να πείθει ότι οι πρόσφατες αλλαγές θα έχουν αποτέλεσμα στο μέλλον.

Η δεύτερη παραδοχή, που είναι κυρίαρχη στις αγγλοσαξονικές χώρες, ενισχύεται από πολλές πρόσφατες έρευνες. Οι έρευνες στις ΗΠΑ ((βλέπε David Leonhardt “Schools that Work”. New York Times, 6 Nov. 2016), για παράδειγμα, σχετικά με τα αποτελέσματα  του νέου τύπου σχολείου των chartered schools  που λειτουργεί στις ΗΠΑ  έδειξαν ότι  βελτίωση στα αποτελέσματα υπήρξε μόνο στα σχολεία στα οποία υπήρχαν υψηλές προσδοκίες και από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, υψηλή αυτοπεποίθηση, έμφαση στη μάθηση και όχι στους συμπληρωματικούς στόχους (γιορτές και εκδηλώσεις), περισσότερος χρόνος για εργασία μέσα στην τάξη, συνεχής ανατροφοδότηση στους εκπαιδευτικούς για τα αποτελέσματά τους και υποστήριξη στο έργο τους.

Η τρίτη παραδοχή αφορά την παρώθηση μαθητών και εκπαιδευτικών. Η υπόθεση που έκανε, φαντάζομαι, το ΥΠΠ όταν αποφάσισε να συμμετέχει σ’ αυτές τις αξιολογήσεις (στην περίπτωση μάλιστα της PISA να κάνει αγώνα για να κάμψει το βέτο της  Τουρκίας ) ήταν ότι η συμμετοχή μας, πρώτα, θα βοηθούσε στην τακτική ενημέρωση όλων (υπουργείου παιδείας, γονέων, μαθητών,  εκπαιδευτικών αλλά και του λαού της χώρας) για το πώς συγκρίνονται τα αποτελέσματα της  χώρας μας με εκείνα των μαθητών άλλων χωρών και επομένως στην εκπαιδευτική αυτογνωσία και, δεύτερο, θα γεννούσε σε μαθητές και εκπαιδευτικούς ισχυρή παρώθηση να επιτυγχάνουν υψηλά αποτελέσματα για να αναδεικνύουν διεθνώς τη χώρα τους. Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα για τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη συμμετοχή μας στην TIMSS, αυτή η υπόθεση δεν επαληθεύθηκε. Αντίθετα, οι μαθητές βλέπουν τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις ως ενόχληση και αγγαρεία και είναι πιθανό ένας αριθμός  να μη μπαίνουν καν στον κόπο να σκεφθούν τι τους ζητούν οι ερωτήσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα και να απαντούν απλώς τυχαία για να κάνουν πλάκα. Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί δεν έδειξαν κανένα ενθουσιασμό, αφού δεν έχουν κανένα λόγο ή διακύβευμα να εργασθούν σκληρότερα για να επιτύχουν οι μαθητές τους στις εξετάσεις αυτές. Η εξήγηση που δίνουν οι ίδιοι  άλλωστε είναι ότι η αποτυχία οφείλεται στο ότι οι ερωτήσεις των διεθνών αξιολογήσεων δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης της Κύπρου. Όπως είναι γνωστό, το  ίδιοι ισχυρίζονται και οι εκπαιδευτικοί της Ελλάδας.

Ενόψει των πιο πάνω, το ΥΠΠ έχει δυο επιλογές, ή να εγκαταλείψει τη συμμετοχή ή να λάβει μέτρα για την πληρέστερη αξιοποίησή της .Η πρώτη επιλογή θα ήταν μεγάλο λάθος για πολλούς και σοβαρούς λόγους. Η δεύτερη προϋποθέτει  ότι το ΥΠΠ θα φροντίσει να λάβει μέτρα ώστε να συνειδητοποιηθεί καλύτερα και ευρύτερα ο στόχος και το κέρδος από τη  συμμετοχή μας σ’ αυτές τις εξετάσεις. Ο στόχος της επιδίωξης της βελτίωσης δεν είναι απλώς  να επιτυγχάνουν οι μαθητές μας καλύτερα αποτελέσματα σ’ αυτές τις αξιολογήσεις αλλά  να αποκτήσουν τις δεξιότητες και τον τρόπο σκέψης που χρειάζονται για τη σύγχρονη εποχή. Το σχολείο δεν μπορεί να αγνοεί αυτή την ανάγκη,  γιατί δεν μπορεί λειτουργεί στο κενό. 

*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου  




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










137