Από την εννοιολόγηση της χριστιανικής φιλοσοφίας, στην κοσμολογία των Τριών Ιεραρχών


ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*

Λέξεις κλειδιά: φυσιογνωμία, μετασχηματισμός, φυσιολογία

1. Χριστιανική φιλοσοφία-εννοιολόγηση:Στο άκουσμα της έννοιας «χριστιανική φιλοσοφία», αρκετοί  στέκουν με επιφυλακτικότητα. Φοβούνται την αποστέωση του μυστηριακού χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Πιθανό αίτιο -για όσους κατέχουν- η τραγική μοίρα στην οποία περιήλθε η δυτική θεολογία στην ιστορική πορεία της, από την επίδραση αυτονομημένων φιλοσοφικών συστημάτων.

Αντιθέτως, η ανατολική θεολογία στην ιστορία της χριστιανικής σκέψης,  χρησιμοποίησε ως όπλο της από τους πρώτους αιώνες τη φιλοσοφία για να πολεμήσει τις αιρέσεις. Ας μην ξεχνάμε πως οι φιλοσοφικές καταβολές  των μορφωμένων χριστιανών αιρεσιαρχών -με τις τόσες παραφυάδες του Νεοπλατωνισμού- γέννησαν τις αιρέσεις στην Ανατολή. Η Ανατολή είχε να πολεμήσει με αιρέσεις, δεδομένο που απουσίαζε από το δυτικό κόσμο. Έπρεπε να βρεθεί ένας κοινός τόπος λεκτικής, μα αυστηρής και οριοθετημένης διαλεκτικής προς τους αιρετικούς.  Όρος και όριο, η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Η Ανατολή πολέμησε τις αιρέσεις. Δεν πολέμησε  τη φιλοσοφία. Η αυτονομία της φιλοσοφίας στη Δύση κινδύνευσε από τον ορθολογισμό και το θετικισμό, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ένα καθαρά τεχνικό περιεχόμενο. Η χριστιανική φιλοσοφία δε νοείται αυτόνομη. Η μη αυτονομημένη φιλοσοφία συσχετίζεται οργανικά με την ανατολική θεολογία, ώστε να μπορέσει να εκφράσει με αυθεντία το περιεχόμενο της Αποκάλυψης.

Στην Ανατολή ο φιλοσοφικός λόγος, αποτελεί ερμηνευτική λειτουργία της θεολογίας[1],καθορίζοντας τα όριά της ως φιλοσοφία της οντολογίας: «συγγενεύει περισσότερον προς τας προϋποθέσεις τουλάχιστον της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και αντιτίθεται σφοδρώς προς τον δυτικόν ορθολογισμόν και τον ιδεαλισμόν, οι οποίοι, ενώ εστηρίχθησαν επί των αρχών της χριστιανικής φιλοσοφίας, ουσιωδώς απέκλιναν αυτής και κατέστησαν συστήματα φιλοσοφικά με επίχρισμα ελληνικόν»[2].

2.Θεολογία και θεολογική επιστήμη: Από τα προλεγόμενα εξάγεται η ανάγκη μιας διευκρίνησης. Η θεολογία διακρίνεται από τη θεολογική επιστήμη. Η θεολογία είναι η ερμηνευτική λειτουργία. Κατανοεί το περιεχόμενο της Αποκάλυψης και αναπτύσσεται μόνο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μυστηριακά, με ερμηνευτικό όργανο, τη φιλοσοφία. Η θεολογική επιστήμη, είναι τεχνικό ςόρος. Ιστορικά καθιερώνεται υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού με το διαχωρισμό των ειδικών επιστημών στις πανεπιστημιακές Σχολές (Έξαρχος 1953:79). Όσον αφορά στο περιεχόμενό της ως επιστήμη, παρέχει ιστορικοφιλολογικά δεδομένα προς μια θεωρητική επεξεργασία.

3.Το φιλοσοφικό κοσμοείδωλο των αρχαίων ελλήνων: Στην αρχαία περίοδο το φιλοσοφικό κοσμοείδωλο απέχει από τις ανθρωπομορφικές παραστάσεις της θρησκείας. Παρέχει μια ενιαία εποπτεία του κόσμου και της λειτουργίας του πέραν των μορφικών του χαρακτηριστικών. Σε αυτή την πραγματικότητα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις αντιλήψεις[3]που ενυπάρχουν τόσο στο μυθικό όσο στον φιλοσοφικό κόσμο: την ιεραρχία, το μονισμό και τη διαρχία.

Πρώτον, η ιεραρχία: η άτεγκτη ιεραρχημένη πραγματικότητα του κόσμου και της κοινωνικής οργάνωσης. Άνθρωπος και κοινωνία είναι μέρη της φυσικής πραγματικότητας που λειτουργούν κατά τα πρότυπα της φυσικής νομοτέλειας. Στη φύση υπάρχουν η δίκη και η αδικία όπως νομοτελειακά υπάρχουν στην ανθρώπινη ζωή. Υπό αυτό το πρίσμα, σε κοσμολογικούς μύθους όπως η Θεογονία του Ησίοδου, η θεογονία και η κοσμογονία ταυτίζονται. Δεύτερο, το στοιχείο του μονισμού, η κοσμοθεωρία δηλαδή που θέλει ως δημιουργό του κόσμου μια αρχή ή αιτία που δύναται να είναι είτε υλική ή πνευματική. Στον μονισμό που ουσιαστικά αναθεωρεί την ιεραρχία, η πραγματικότητα ανεξάρτητα από το αν μπορεί να είναι το ακίνητο ον ή το αέναο γίγνεσθαι, δεν παύει να είναι μια και απαρασάλευτη. Η πραγματικότητα διαρθρώνεται σε μια ενιαία βάση. Στον Ηράκλειτο (Β22,23) η κρυμμένη φύση αποκαλύπτεται δι εναλλαγών και  μεταστοιχειώσεων σε ένα δυναμικό κοσμικό γίγνεσθαι «Φύσις δε κρύπτεσθαι φιλεί». Η φιλοσοφία του γίγνεσθαι αποδίδεται στον Ηράκλειτο. Στον αντίποδά της, η φιλοσοφία του αμετάβλητου  και άφθαρτου όντος του Παρμενίδη. Η τομή δημιουργεί ένα κοσμοείδωλο, αυτό του «Εναλλασσόμενου Γίγνεσθαι  και του αμετάβλητου Όντος». Στο κοσμοείδωλο τούτο για τους θρηκειολόγους εντάσσεται η κάθε περί θρησκείας θεωρητική ή επιστημονική σκέψη.

 Το τρίτο στοιχείο είναι η διαρχία. Το νοητό είναι μόνιμο και αμετάβλητο. Το αισθητό είναι ρευστό και παροδικό. Η θεότητα είναι στο νοητό κόσμο όπου υπάρχουν όλα τα θεία πράγματα όπως οι αριθμοί κατά τον Πυθαγόρα και οι ιδέες κατά τον Πλάτωνα. Ο ρόλος της θεότητας, της υπερκόσμια και ενδοκόσμιας στη διαρχία, είναι το να δώσει αρμονία και τάξη στο νοητό και τον αισθητό κόσμο.

4.Η μετασχηματιστική επικυριαρχία των Καππαδοκών:Η υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ φιλοσοφίας και Χριστιανισμού, δεν σήμαινε την απροβλημάτιστη υιοθέτηση από μέρους της θεολογίας των Καππαδοκών φιλοσοφικών αρχών. Σήμαινε τη μετασχηματιστική επικυριαρχία επ΄αυτών. Η βασική διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, έχει την προέλευσή της από τη φιλοσοφική γλώσσα του γεννητούκαι του αγεννήτου. Οι όροι όμως έχουν μετασχηματιστεί: το γεννητό(ως το μεταβαλλόμενο) και το αγέννητο(ως το νοητό)της φιλοσοφίας της διαρχίας των αρχαίων ελλήνων, σημαίνουν και τα δύο άκτιστα, αδημιούργητα πράγματα.  Για τους Καππαδόκες, η σχέση κτιστού και ακτίστου παραμένει ενεργειακή. Στην κοσμολογία των Καππαδοκών «η σχέση κτιστού και ακτίστου μας δίνει μια εικόνα που καθορίζεται από σχέσεις κι όχι από κλειστά αρχέτυπα»(Ματσούκας 1985: 147). Στο χώρο της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, η γνώση ήταν πάντοτε η μετοχή στην αλήθεια. Οι Καππαδόκες ήταν προσεκτικότατοι ως προς την εφαρμογή της διπλής θεολογικής μεθοδολογίας, με αποτέλεσμα, πρώτο, η χριστιανική φιλοσοφία της Ανατολής να μην καταλήξει ούτε σε κλειστό κύκλωμα μακριά από την ζωή και την εν Χριστώ εμπειρία – και, δεύτερο, να μη χρησιμοποιήσει ως απολογητικό δεκανίκι τη φιλοσοφία χωρίς μετασχηματισμό. Η κοσμολογία των Καππαδοκών, μακριά από πλεκτάνες ή φιλοσοφικές υπεραπλουστεύσεις, βασίζεται στη θεολογική διάκριση των φιλοσοφικών όρων Ουσίας και Ενεργειών. Υποστηρίζω, πως οι Καππαδόκες μετασχημάτισαν τη φυσιογνωμία[4], τη σπουδή δηλαδή της εξωτερικής όψης των ζητημάτων της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί κοσμολογίας,σε ενεργειακή φυσιολογία[5] ως την ερευνητική εξέταση των απαρχών των φυσικών αιτιών και φαινομένων της αρχής και της πορείας του κόσμου.


[1]Η πρώτη μέθοδος της χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η αναλυτική. Ξεκινά από το ειδικό και καταλήγει στο γενικό ή κατά τον Αριστοτέλη «προς την οδόν επί τας αρχάς» (Νησιώτης 1965:35-36). Αυτή η μετάβαση στο γενικό παρέχει την δυνατότητα της καθολικής εποπτείας, η οποία επαληθεύεται μέσα από τον έλεγχο των επιμέρους. Η δεύτερη μέθοδος είναι η συνθετική, όπου η εκκίνηση γίνεται από το γενικό στο μέρος (Ματσούκας 1971:266).

[2]Ματσούκας Ν. (1971) Υπάρχει χριστιανική φιλοσοφία;Α.Π.Θ. Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Τ.16, σελ.18, ανάτυπον:Α.Π.Θ.

[3]Ματσούκας Ν. (1985) Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄. Πουρναράς:Θεσσαλονίκη, σελ.94

[4]Επίκουρ. Παρά Διογέν.Λαέρτ. 10.87

[5]Liddell,H.-Scott. R. (1907).Μέγα Λεξικόν Της ΕλληνικήςΓλώσσης. Τόμος  4 (Ρ-Ω) σελ.1590. Αθήνα:Ελληνικά Γράμματα.

*Θεολόγος




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.





Newsletter










160