Η Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων και Νηπιαγωγών Α.Κί.ΔΑ με επιστολή της στον Υπουργό Παιδείας Κώστα Καδή υποβάλλει 11+1 ερωτήματα για την έρευνα TIMSS. Αναφέρει στην επιστολή της:
«Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Ως Α.Κί.ΔΑ έχουμε εκφράσει κατ’ επανάληψη τους έντονους προβληματισμούς μας και τη διαφωνία μας για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας,τόσο για τη δεδομένη χρονική στιγμή διεξαγωγής της όσο και για τις δεδομένες συνθήκες που θα διεξαχθεί. Θέσαμε το θέμα περισσότερες από μια φορές στο Δ.Σ. της ΠΟΕΔ και ζητήσαμε την απόφαση για διακοπή της. Δυστυχώς όμως δεν εισακουστήκαμε. Για το λόγο αυτό αποφασίσαμε την αποστολή αυτής της επιστολής προς εσάς,αλλά και τη δημοσιοποίησή της γιαενημέρωση της κοινής γνώμης.
Η Έρευνα Trends in International Mathematics and ScienceStudy (TIMSS) του Διεθνούς Οργανισµού για την Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών Επιτευγµάτων (The International Association for the Evaluation of Educational Achievement) (IEA) είναι µία διεθνής Έρευνα στον χώρο της εκπαίδευσης, η οποία ξεκίνησε το 1995. O ΙΕΑ έχει 50 ιδρυµατικά µέλη από χώρες όπως ο Καναδάς, η Αγγλία, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη και οι Ηνωµένες Πολιτείες. Η Έρευνα TIMSS επιβλέπεται και συντονίζεται από τον Διεθνή Οργανισµό για την Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών Επιτευγµάτων (The International Association for the Evaluation of Educational Achievement) (IEA), ο οποίος έχει την ευθύνη για τον σχεδιασµό και την εφαρμογή της, ακολουθώντας αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και ποιοτικούς ελέγχους. Επιπλέον, σε κάθε χώρα ορίζεται ένα Συντονιστικό Εθνικό Κέντρο TIMSS. Στην Κύπρο, ο ρόλος αυτός έχει ανατεθεί στο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Η συμμετοχή στην εν λόγω έρευνα και γενικά η φιλοσοφία τέτοιων ερευνών προκαλεί ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα και τους στόχους της Επίσημης Πλευράς, ιδίως από τη στιγμή που η φιλοσοφία τους αμφισβητείται έντονα από ακαδημαϊκούς κύκλους και έχει αναπτυχθεί και σχετική βιβλιογραφία – κριτική διεθνώς που παραθέτει σειρά επιχειρημάτων που καταδεικνύουν σοβαρά κενά τόσο ως προς τις έρευνες όσο και για την αξιοποίησή των αποτελεσμάτων τους.
Οι σημαντικότερες επιφυλάξεις που καταγράφονται, επιγραμματικά, είναι οι εξής:
• Παρόλο που η συλλογή διαχρονικών δεδομένων (longitudinal data) από τις διεθνείς έρευνες είναι πολύτιμη για την ακριβή αποτίμηση των χαρακτηριστικών των εκπαιδευτικών συστημάτων που συμμετέχουν σε αυτές, η μη αξιοποίηση αυτών των δεδομένων από αυτούς που χαράζουν εκπαιδευτική πολιτική αποτελεί διασπάθιση δημόσιου χρήματος αφού η προστιθέμενη αξία της συμμετοχής στις διεθνείς έρευνες είναι μηδαμινή τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο κυρίως για τους μαθητές αφού το μόνο που εισπράττει η εκπαίδευση είναι μία θέση σε έναν πίνακα κατάταξης των χωρών.
• Η εμπειρία της Κύπρου από τη συμμετοχή στις διεθνείς έρευνες TIMSS, PISA, TALIS έχει δείξει ότι η Κύπρος συμμετέχει στις διεθνείς έρευνες απλά για χάριν της συμμετοχής (με την απόφαση για συμμετοχή να λαμβάνεται στη βάση προσωπικών κριτηρίων/κινήτρων και όχι στη βάση εθνικής πολιτικής). Πέραν της συμμετοχής στις διεθνείς έρευνες και της ανακοίνωσης της κατάταξης της Κύπρου, καμία έκθεση αποτελεσμάτων, συμπερασμάτων και εισηγήσεων για βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει εκπονηθεί.Παρά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι παγκοσμίως παραδεκτό πως χρειάζονται πλάνο και ζυμώσεις δεκαετιών, η επανάληψη των αξιολογήσεων κάθε λίγα χρόνια εξωθεί σε σπασμωδικές αντιδράσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα.
Ταυτόχρονα, μελέτες καταδεικνύουν πως η αξιοπιστία των δοκιμίων που χρησιμοποιούνται είναι πολύ χαμηλή, με την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων μεγάλου ποσοστού των εξεταζομένων να είναι αμφισβητούμενη. Επίσης πολλές από τις ερωτήσεις των δοκιμίων επιδεικνύουν μεροληψία εις βάρος αρκετών χωρών, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η επίδοση της κάθε χώρας στο δοκίμιο εξαρτάται από το ποιες ερωτήσεις θα κληθεί να απαντήσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των εξεταζομένων της. Σε μεγάλο βαθμό το γεγονός αυτό συνδέεται με τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα αναλυτικά προγράμματα και στην έμφαση που αυτά δίνουν στα διάφορα κεφάλαια όπως επίσης και στη διαφορά κουλτούρας ανάμεσα στις διάφορες χώρες ως προς την αντιμετώπιση τέτοιων διαγωνισμών (Παναγίδης, 2014)[2].
Όπως γίνεται αντιληπτό από τις προαναφερθείσες αναφορές-παραδοχές, οι ανησυχίες που προκύπτουν είναι βάσιμες και εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για τα κίνητρα συμμετοχής στην έρευνα και με ποια κριτήρια έγινε η αίτηση για συμμετοχή της χώρας μας. Με την παρούσα, σας καλούμε όπως μας δώσετε σαφείς και πειστικές απαντήσεις ως προς τα κάτωθι:
Η ανάγνωση της παιδείας του τόπου με όρους αγοράς και η προσπάθεια για ποσοτική απόδοση των ικανοτήτων των μαθητών και συνεπαγωγικά των εκπαιδευτικών, προκαλεί έντονη ανησυχία ειδικά ως προς τη στόχευση τη έρευνας και ίσως τη χρήση των αποτελεσμάτων για άσκηση ή ακόμα και επιβολή πολιτικής στην Κυπριακή Εκπαίδευση. Την ίδια ώρα ασκείται
μεγαλύτερη πίεση στα σχολεία ώστε να παράγουν το είδος του μαθητή που θα τα καταφέρνει σε τυποποιημένα τεστ, αγνοώντας ένα ευρύ φάσμα ποιοτικών παιδαγωγικών και κοινωνικών παραγόντων που δεν καταδεικνύονται μέσα από τέτοιες έρευνες.
Αναμένουμε με αγωνία την τοποθέτησή σας, τόσο ως προς τους προβληματισμούς μας αλλά κυρίως ως προς τα ερωτήματα που παρατίθενται. Ευελπιστούμε πως θα ανταποκριθείτε στο κάλεσμά μας, κρίνοντας πως είναι καλό η κοινωνία αλλά και ο εκπαιδευτικός κόσμος να ενημερωθεί ενδελεχώς,έτσι ώστε να έχει ολική άποψη για το θέμα, όσο για το τι προηγήθηκε,αλλά και για το τι ενδεχομένως θα ακολουθήσει της έρευνας».